[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πόλις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά την αρχαιοελληνική πόλιν. Για τον γενικό ορισμό πόλις-κράτος, δείτε: πόλη-κράτος.

Η λέξη πόλις αναφερόταν αρχικά στο μικρότερο διοικητικό και θρησκευτικό κέντρο ενός ευρύτερου οικιστικού συνόλου.[1] Η οποιαδήποτε προσπάθεια αναγνώρισης και χαρακτηρισμού των στοιχείων της πόλης κατά την ελληνική αρχαιότητα εμπλέκει στοιχεία από πολλές διαφορετικές ιστορικές πηγές, καθώς και τη μαρτυρία της αρχαιολογικής επιστήμης, έργο της οποίας είναι εν μέρει η ανάπλαση των εικόνων του παρελθόντος με βάση τα στοιχεία που φέρνει στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη. Αναμφίβολα σε αρκετές περιπτώσεις οι μαρτυρίες ή οι υποθέσεις που γίνονται στο φως νέων ευρημάτων συχνά συγκρούονται ή αναπλάθονται και τούτο σημαίνει ότι δεν μπορεί κανείς να είναι απόλυτος στην πορεία των συνειρμών του, πολύ περισσότερο όταν εξετάζει περιόδους που εκτείνονται πολύ πέραν των παρόντων ορίων της ιστορίας.

Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως υπόβαθρο την παρούσα γνώση μας, θα προσπαθήσουμε να δώσουμε έναν ορισμό της πόλης, απόλυτα αναγκαίο, για τη μεταγενέστερη επεξεργασία τούτης της μελέτης. Πιθανώς η έννοια της λέξης πόλη να μας φαίνεται ξεκάθαρη, αλλά δεν μπορούμε να δώσουμε ένα μοναδικό και με ακρίβεια διατυπωμένο ορισμό της. Τούτο γιατί τα οικονομικά, θρησκευτικά, κοινωνικά, ιδεολογικά και πολιτισμικά κριτήρια της συνύπαρξης των ανθρώπων δεν είναι πάντα ίδια. Ωστόσο, είναι δυνατόν να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για ορισμένα από τα χαρακτηριστικά της.

Αρχικά η πόλη είναι ένας μόνιμος οικισμός, αντίθετα από τους προσωρινούς οικισμούς, που δημιουργούνται για οικονομικούς και άλλους λόγους. Ένα δεύτερο στοιχείο της πόλης είναι η εξωτερική της όψη. Το αστικό τοπίο ορίζεται σε κάθε περιοχή από τις διαφορές του σε σχέση με το τοπίο της υπαίθρου. Μπορεί να είναι η πολεοδομική οργάνωση ή η ύπαρξη ενός ναού και οχυρώσεων. Ένα τρίτο και καθοριστικό στοιχείο είναι η συγκέντρωση πληθυσμού ανά μονάδα οικοδομημένης επιφάνειας. Τέταρτο στοιχείο είναι ο ορισμός της πόλης από τις εξειδικευμένες αστικές δραστηριότητες, εκείνες που θεωρούνται μη γεωργικές. Εδώ χρειάζεται προσοχή, γιατί η πόλη είναι άμεσα εξαρτώμενη από το ιδιοκτησιακό της καθεστώς σε σχέση με τις περιβάλλουσες εκτάσεις της υπαίθρου. Στατιστικά αναφέρεται πως χρειάζονταν πάνω από δέκα αγρότες, για να μπορεί να επιβιώνει ένα άτομο στην πόλη κατά την περίοδο του Μεσαίωνα, πόσο μάλλον σε αρχαιότερες περιόδους της ιστορίας.

Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε πως η πόλη στην αρχαιότητα είναι ένας οικισμός μόνιμου χαρακτήρα με αρκετό μέγεθος, δομημένος έτσι ώστε να εξυπηρετεί τη συλλογική ζωή. Μέρος του πληθυσμού της -μεγάλο ή μικρό- είναι δυνατόν να συνδέεται με γεωργικές δραστηριότητες, ενώ η μελέτη της χρειάζεται τυποποιημένα πρότυπα αναφοράς. Αυτά τα τυποποιημένα πρότυπα είναι η θέση και η τοποθεσία, οι φάσεις της ανάπτυξής της, οι λειτουργίες και η πολεοδομία της, τα ιερά της, ο πληθυσμός της, ο ρόλος της στην ευρύτερη περιφέρεια, η πολιτική και οικονομική της οντότητα, καθώς και ο ρόλος της ως μητρόπολη σε ορισμένες περιπτώσεις.

Κατά την αρχαϊκή περίοδο η λέξη πόλις ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια ειδική έννοια που αντιπροσώπευε την αστική περιοχή σε αντιπαραβολή με τη χώρα, που αντιπροσώπευε την ύπαιθρο. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική της οντότητα, ακόμη και αν δε ήταν κατάλληλη να θεωρείται πόλη, εξαιτίας του πολεοδομικού της σχεδιασμού ή της έλλειψης δημοσίων κτηρίων. Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη πόλη. Η γενική χρήση της λέξης δείχνει μια αδιάσπαστη εξέλιξη από την πρωτόγονη αγροτική κοινότητα ως πρωτοαστικό κέντρο στο άστυ. Η παράμετρος της πολιτικής οντότητας αναδεικνύει το ρόλο της επιρροής της πόλης στις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις της περιφέρειας.

Με βάση τα παραπάνω, θα προχωρήσουμε στη διερεύνηση της έννοιας πόλη κατά την παλαιολιθική, τη μεσολιθική και ιδιαίτερα τη νεολιθική περίοδο.

Με βάση τον ορισμό η ιδέα της πόλης συνδυάζεται και εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αποκαλούμενη παραγωγική επανάσταση, η οποία ξεκινά από την Εγγύς Ανατολή περί το 9.000 π.Χ και εξαπλώνεται στον αιγαιακό και κατόπιν στον ελλαδικό χώρο περί το 6.000 π.Χ. Πολύ λίγα μπορούμε να πούμε για την κατώτερη παλαιολιθική (400/350.000-100.000 π.Χ.), αφού τα λιγοστά αρχαιολογικά και ανθρωπολογικά ευρήματα, (Πετράλωνα Χαλκιδικής, Απήδημα Μάνης), δεν αποτελούν ικανές πληροφορίες, προκειμένου να εξάγουμε συμπεράσματα για το είδος της κατοίκησης. Σύμφωνα με τα μέχρι στιγμής δημοσιευμένα στοιχεία, η κατοίκηση της κατώτερης, της μέσης (100.000-35.000 π.Χ.) και της ανώτερης παλαιολιθικής (35.000-11.000 π.Χ.) εντοπίζεται σε σπήλαια, βραχοσκεπές και υπαίθριες θέσεις. Οι ανασκαφές στη θέση Μαρουλάς Κύθνου έχουν αποκαλύψει τα πρώτα δείγματα κατοικιών της μεσολιθικής περιόδου (10.000-8000 π.Χ.), τα οποία υποδηλώνουν τη μακροχρόνια εγκατάσταση μιας κοινότητας κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, συστηματικά ασχολούμενης με την αλιεία και τη συλλογή οστρέων.

Η νεολιθική εποχή (6800-3200 π.Χ.) στον ελλαδικό-αιγαιακό χώρο χαρακτηρίζεται από σταθεροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών, γεγονός που ευνοεί την οργάνωση οικισμών μόνιμου χαρακτήρα, με οικονομία στηριγμένη στη συστηματική γεωργική εκμετάλλευση, την κτηνοτροφία, την ανταλλαγή πρώτων υλών και προϊόντων και την παραγωγή κεραμικής. Έτσι, κατά την προκεραμική και την αρχαιότερη νεολιθική περίοδο (6500-5800 π.Χ.) οργανώνονται κοινότητες τουλάχιστον 50-100 ατόμων, βασική μονάδα των οποίων αποτελεί το γένος ή η διευρυμένη οικογένεια. Αυτές οι κοινότητες αποτελούν τον πυρήνα γύρω από τον οποίο διαγράφεται αργότερα ο κοινωνικός, πολιτικός και οικονομικός σχεδιασμός της πόλης. Σημαντική καταγραφή της μέσης νεολιθικής (5800-5300 π.Χ.) θεωρείται το κτίσιμο οικιών με λίθινα θεμέλια και τοίχους από ωμές πλίνθους. Η οικονομία αυτών των κοινοτήτων εξακολουθεί να στηρίζεται στην κτηνοτροφία και τη γεωργία, αλλά παράλληλα εξελίσσεται η κεραμική τέχνη με δείγματα γραπτής κεραμικής (κόκκινο χρώμα σε ανοικτόχρωμη επιφάνεια) και την εμφάνιση των πρωτοβερνικωτών αγγείων στην Πελοπόννησο.

Κατά τη νεότερη νεολιθική Ι και ΙΙ η αρχιτεκτονική των οικισμών διαφέρει, όπως και η πληθυσμιακή τους πυκνότητα (150-300 άτομα). Εμφανίζονται μεγαλύτερα, μεγαρόσχημα κτήρια και οι πρώτοι κοινόχρηστοι χώροι. Αρκετοί οικισμοί περιβάλλονται από τάφρους, γεγονός που υποδεικνύει ένα βαθμό οριοθέτησης της κοινότητας. Στην ίδια περίοδο εντατικοποιείται η αγροτική οικονομία με την αποψίλωση δασικών και θαμνωδών εκτάσεων, προκειμένου να εξασφαλιστούν καλλιεργήσιμες εκτάσεις και βοσκοτόπια. Η αποψίλωση περιφερειακών εκτάσεων για την επιβίωση μιας μόνιμης κοινότητας είναι ένα από τα χαρακτηριστικά που έπονται της διαδικασίας της αστικοποίησης. Η διάδοση ανταλλάξιμων προϊόντων, όπως οι αιχμές και τα κοσμήματα, σε οικισμούς της Μακεδονίας, των Βαλκανίων και της κεντρικής Ευρώπης υποδεικνύουν την ανάπτυξη ενός δικτύου ανταλλαγών, μιας πρώιμης εμπορικής δραστηριότητας ανάμεσα στους οικισμούς.

Το ενδιαφέρον για την αναζήτηση της πρώιμης αστικοποίησης επικεντρώνεται στην τελική νεολιθική ή χαλκολιθική (4500-3200 π.Χ.), περίοδο κατά την οποία γίνεται εμφανής η μετάβαση από τη νεολιθική γεωργική και κτηνοτροφική οικονομία στην οικονομία της πρώιμης εποχής του χαλκού. Οι παραγωγικές δραστηριότητες βελτιώνονται και εκτείνονται με τη διάδοση της χρήσης των μετάλλων. Τούτο το γεγονός απαιτεί τη δημιουργία εργαστηρίων μεταλλοτεχνίας και την εξειδίκευση ανθρώπινου δυναμικού στην κατεργασία των μετάλλων. Στην ίδια περίοδο εντατικοποιείται η κατοίκηση παράκτιων ζωνών και η δημιουργία πρωτοαστικών κέντρων με εκτεταμένο δίκτυο θαλάσσιων επαφών και εμπορικών ανταλλαγών. Αυτά τα πρωτοαστικά κέντρα εξασφαλίζουν αποθέματα για την επιβίωσή τους, τα οποία υποδηλώνονται από την ανακάλυψη αποθηκευτικών πίθων. Η συλλογική παραγωγή αλλάζει, διαφοροποιείται και επιτρέπει την ανάπτυξη νέων κοινωνικών αξιών, αφενός εξαιτίας της γνώσης που αναπτύσσεται σε μικρές ομάδες ατόμων στη μορφή μιας πρωτόγονης συντεχνίας, αλλά και της κατοχής αντικειμένων που αναδεικνύουν μια διαφορετική κοινωνική θέση.

Στο πέρασμα από τη νεολιθική στην εποχή του χαλκού σημαντικό ρόλο παίζει η Πολιόχνη της Λήμνου, ένας πολυάνθρωπος οικισμός με πρωτοαστικά χαρακτηριστικά. Στα αρχαιολογικά της κατάλοιπα αναγνωρίζεται η αρχαιότερη πιθανώς πόλη της Ευρώπης, με δημοκρατικές δομές και συνεπώς πολιτική οντότητα, αλλά και εμπορικές δραστηριότητες -οικονομική οντότητα- εξαιτίας του ασφαλούς κόλπου της (Βρόσκοπος). Σύμφωνα με την Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών που πραγματοποιεί τις ανασκαφές στην περιοχή, το βουλευτήριο, ένα ορθογώνιο κτίριο με διπλή σειρά από βαθμίδες στις δύο μακρές πλευρές του στη Ν.Δ. πλευρά του λόφου της Πολιόχνης, λειτουργούσε ως χώρος συγκέντρωσης των «προκρίτων» του οικισμού, οι οποίοι φρόντιζαν για την επίλυση των προβλημάτων της κοινότητας.

Στην κυανή και κίτρινη φάση ανάπτυξης της Πολιόχνης αναγνωρίζονται τα πρωιμότερα δείγματα του «γραμμικού» πολεοδομικού συστήματος, το οποίο εφαρμόζεται αργότερα σε υστεροκυκλαδικούς οικισμούς. Κτήρια και οικοδομικές νησίδες παρατάσσονται στις πλευρές ενός ή δύο κύριων δρόμων, που διασχίζουν τον οικισμό σε όλο σχεδόν το μήκος του και τέμνονται από κάθετους μικρότερους δρόμους. Στις κεντρικές οδικές αρτηρίες συγκεντρώνονται κοινοτικά κτήρια, όπως η σιταποθήκη και το βουλευτήριο.

Από τα λείψανα της πρώιμης χαλκοκρατίας (3000 π.Χ.) φαίνεται πως η μορφή των οικισμών στην ηπειρωτική Ελλάδα αποκτά τρία αναγνωρίσιμα πολεοδομικά σχήματα. Το ακανόνιστο ή προσθετικό, (Ασκηταριό Αττικής, Ζυγουριές Κορινθίας), το οποίο είναι κυρίως αποτέλεσμα της πληθυσμιακής αύξησης. Το γραμμικό πολεοδομικό σχήμα, (Λιθαρές Βοιωτίας, Πολιόχνη Λήμνου), σύμφωνα με το οποίο τα κτήρια συγκεντρώνονται στην κεντρική οδική αρτηρία. Το περικεντρικό σύστημα, (Αίγινα V), σύμφωνα με το οποίο πανομοιότυπα κτήρια παρατάσσονται ακτινωτά, γύρω από ένα νοητό κέντρο. Η ύπαρξη πολεοδομικού σχεδιασμού αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα κριτήρια για το χαρακτηρισμό ενός οικισμού ως πρωτοαστικού κέντρου.

Κατά την πρώιμη χαλκοκρατία παρατηρείται μια βαθιά πολιτιστική τομή με το παρελθόν, γεγονός που ωθεί πολλούς ιστορικούς στη σκέψη ότι κατά την παραπάνω περίοδο κάποιος νέος λαός μετανάστευσε στην ηπειρωτική Ελλάδα, λίγο μετά το 3000 π.Χ. Η οικονομική άνθηση της συγκεκριμένης περιόδου είχε και τις επιπτώσεις της στην κοινωνική σύνθεση των πρωτοαστικών κέντρων. Η συνύπαρξη φτωχών και πλούσιων, απλών ή οικογενειακών τάφων (Άγιος Κοσμάς Αττικής, Θήβα, Λιθαρές και νεκροταφείο των τύμβων της Λευκάδας) αποκαλύπτει την ανομοιόμορφη κατανομή του πλούτου και κατ' επέκταση την κοινωνική πολυμορφία των μελών των πρωτοελλαδικών πρωτοαστικών κέντρων.

Η μέση χαλκοκρατία, σε ό,τι αφορά στην ηπειρωτική Ελλάδα φαίνεται να διακατέχεται από ένα καθεστώς ένδειας και οικονομικής ανασφάλειας, οφειλόμενη πιθανώς σε οικονομικούς παράγοντες ή σε κοινωνικές ανακατατάξεις. Επίσης, η τάση για κοινωνική διαφοροποίηση, έντονη στην πρώιμη χαλκοκρατία, είναι σχεδόν απούσα στους μεσοελλαδικούς οικισμούς, καθώς δε διακρίνονται κτήρια περισσότερο σημαντικά από τα υπόλοιπα, ενώ από τα δεδομένα των νεκροταφείων δεν προκύπτουν στοιχεία εμφανούς κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Τούτη η εικόνα φαίνεται να αλλάζει κατά την περίοδο μετάβασης στη μυκηναϊκή εποχή.

Όσα συμβαίνουν, ωστόσο, στους πρωτοελλαδικούς και μεσοελλαδικούς πρωτοαστικούς οικισμούς δεν ισχύουν για το Αιγαίο και τον κυκλαδικό πολιτισμό, ούτε για τη μινωική Κρήτη. Οι μινωικές εγκαταστάσεις ήδη από την πρώιμη χαλκοκρατία βρίσκονται σε ένα αρκετά εξελιγμένο στάδιο αστικοποίησης, ώστε να χαρακτηρίζονται πόλεις. Ιδιαίτερα κατά τη μεσομινωική περίοδο (2000-1550 π.Χ.), η ίδρυση των ανακτόρων αντιπροσωπεύει μια νέα μορφή αστικής εγκατάστασης, που είναι μάλλον αποτέλεσμα ανατολικών επιδράσεων και εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Ευρώπη. Ο σχεδιασμός των μινωικών ανακτόρων με τη σύνθετη, αλλά καλά οργανωμένη διάταξη των χώρων του, φανερώνει ένα αυστηρά ιεραρχημένο και συγκεντρωτικό σύστημα διοίκησης με πιθανό θεοκρατικό χαρακτήρα, μία ηγετική μορφή με διοικητική, νομοθετική, οικονομική και αρχιερατική εξουσία, γύρω από την οποία δικτυωνόταν μια ομάδα ευγενών, οι συγγενείς της βασιλικής οικογένειας και το ιερατείο. Οι κοινωνικές τάξεις, όπως φαίνεται από τις πινακίδες των ανακτορικών αρχείων, περιελάμβαναν επαγγελματίες τεχνίτες και γραφείς, που λόγω της εξειδίκευσής τους απολάμβαναν ιδιαίτερα προνόμια. Οι εργασιακές σχέσεις των εξειδικευμένων τεχνιτών με τα ανάκτορα γίνονται πηγή ενός ρεύματος αστικοποίησης και συγκέντρωσης στην ευρύτερη ανακτορική περιοχή εξειδικευμένων εργαστηρίων. Ανάμεσα στο ανάκτορο και τους πολίτες έστεκαν υψηλοί αξιωματούχοι, που είχαν υπό την εποπτεία τους το έργο της συλλογής των αγροτικών προϊόντων και των φόρων από την ύπαιθρο. Με άλλα λόγια έχουμε να κάνουμε με ένα οικονομικό συγκρότημα που φαίνεται ως να έχει επιβληθεί πάνω στην πόλη.

Στο Αιγαίο αναπτύσσονται, ήδη από την πρώιμη χαλκοκρατία, στις παράκτιες ζώνες των μεγάλων νησιών του Β.Α. Αιγαίου πολυάνθρωπα, οχυρωμένα πρωτοαστικά κέντρα με ξεκάθαρη πολεοδομική διάταξη, κοινοτικά κτίσματα και κοινωφελή έργα, χαρακτηριστικά που αποκαλύπτουν εξειδίκευση, κατανομή εργασίας και οικονομική ευμάρεια. Τούτη η ανάπτυξη μεταφέρεται νοτιότερα κατά την περίοδο της μέσης χαλκοκρατίας. Στις Κυκλάδες, κατά τη μεσοκυκλαδική και την υστεροκυκλαδική περίοδο οι μικροί οικισμοί εξελίσσονται σε μεγάλες, πυκνοδομημένες και οχυρωμένες πόλεις, με ιδιαίτερη οικονομική ανάπτυξη, η οποία σε ένα μέρος της οφείλεται στη συνεργασία με τη μινωική Κρήτη.

Στην ύστερη χαλκοκρατία δύναμη στον ελλαδικό χώρο αναδεικνύεται ο αποκαλούμενος μυκηναϊκός πολιτισμός, ανακτορικός στη δομή του, με σημαντικές αναλογίες αλλά και διαφορές από τον μινωικό. Οι μεγάλες οχυρωμένες ακροπόλεις της Τίρυνθας, των Μυκηνών, του Γλα και των Αθηνών αποτελούν πιθανώς τα πλέον χαρακτηριστικά δημιουργήματα του μυκηναϊκού πολιτισμού. Τα «μυκηναϊκά» ανάκτορα δεν ήταν ανοχύρωτα, όπως στην Κρήτη ή την Πύλο. Ήταν τειχισμένα ανακτορικά συγκροτήματα, διοικητικές έδρες και ταυτόχρονα θησαυροφυλάκια του εκάστοτε «μυκηναϊκού» κρατίδιου. Οι τάφοι με θόλο υποδεικνύουν μια σημαντική αλλαγή στα ταφικά έθιμα και σύμφωνα με την κοινωνική διαστρωμάτωση προορίζονταν για τα μέλη ορισμένων κοινωνικών τάξεων του μυκηναϊκού κόσμου. Η κατασκευή τους, πολύ πιο δαπανηρή απ' ό,τι εκείνη των απλών λακκοειδών τάφων, συνεχίστηκε και μέχρι το τέλος της μυκηναϊκής αστικής κοινωνίας.

Συνοπτικά, κατά την περίοδο της χαλκοκρατίας βλέπουμε τη μετεξέλιξη των πρώιμων χαλκολιθικών οικισμών σε πρωτοαστικά κέντρα και κατόπιν αστικά κέντρα, τη μετεξέλιξη των απλών κοινωνικών δομών που χαρακτήριζαν ισότιμα εν γένει άτομα μέσα στα πλαίσια μιας κοινότητας σε σύνθετες με εξειδικευμένες τάξεις (βιοτέχνες, έμποροι, ναυτικοί), οικονομικές τάξεις (ανακτορική κοινωνία, περίοικοι) και διοικητικές τάξεις (ανακτορική διοικητική ιεραρχία). Η θρησκεία δεν παίζει ακόμη σημαντικό ρόλο στην κοινωνική διαστρωμάτωση αυτής της πρώιμης αστικοποίησης, όσο η συσσώρευση πλούτου, αν και από κείμενα της Γραμμικής Β πληροφορούμαστε πως το τυπικό της μυκηναϊκής λατρείας απαιτούσε την ύπαρξη πολυπληθούς και ιεραρχημένου σε βαθμίδες ιερατείου.

Γεωμετρική, αρχαϊκή και κλασική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η περίοδος που ακολούθησε την κατάρρευση του μυκηναϊκού πολιτισμού στην Ελλάδα είναι γνωστή ως σκοτεινοί χρόνοι ή ελληνικός Μεσαίωνας. Μεταξύ του 1050 και 900 π.Χ. παρατηρείται μια μεγάλη ρήξη με το μυκηναϊκό παρελθόν, που ακολουθείται από ερήμωση των αστικών κέντρων, με αποτέλεσμα να καταλυθούν βασικές πολιτικές και οικονομικές δομές του ανακτορικού συστήματος. Από τη δημογραφική συρρίκνωση και την ερήμωση ξεφεύγουν οικιστικά κέντρα όπως η Αθήνα, το Λευκαντί στην Εύβοια, η Ασίνη και η Τίρυνθα στην Αργολίδα.

Τα αρχαιολογικά, ιδιαίτερα τα ταφικά, δεδομένα δείχνουν πως οι κοινωνίες στον ελλαδικό χώρο αναπτύσσουν ένα νέο ιεραρχικό σύστημα, πιθανώς από τα μέσα του 11ου αιώνα π.Χ. Η βασική διάκριση γίνεται ανάμεσα σε μια μερίδα εκλεκτών, τους ευγενείς και στην κατώτερη τάξη, τον λαό. Πέρα από αυτά τα όρια και ανάλογα με τις συνθήκες που διαμόρφωνε κάθε τοπική κοινωνία, υπήρχαν κάποιοι ελεύθεροι ή εξαρτημένοι αγροτικοί πληθυσμοί (δουλοπάροικοι) και οι δούλοι. Αυτό το πρότυπο με αρκετές παραλλαγές σε κάθε περίσταση ακολουθούν οι πόλεις, από τη γεωμετρική έως την κλασική περίοδο.

Η πόλις υπήρξε ο πλέον χαρακτηριστικός και ιστορικά σημαντικός τύπος οργάνωσης του ελληνικού κράτους. Η εμφάνισή της ως οντότητα τοποθετείται στα μέσα του 8ου αιώνα και συμπίπτει χρονικά με την άνοδο της αριστοκρατίας και την παγίωση του οίκου ως κοινωνικής μονάδας. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι πολίτες αποκτούν υπόσταση μέσα σε ένα κράτος που, παρά την πρωτόγονη μορφή του, λειτουργεί ήδη ως πόλη. Υπήρξε ένας τύπος πολιτικής οργάνωσης που επικράτησε σε όλες τις ελληνικές εγκαταστάσεις της Μικράς Ασίας, στα νησιά και σε ορισμένα τμήματα της ηπειρωτικής Ελλάδας και είχε ως βάση τη φυλετική δομή που επιβίωσε σε πολλές πόλεις. Η έννοιά της ταυτίστηκε με την ιδέα της πολιτείας και για αυτόν τον λόγο κύριο στοιχείο της αποτελούσε το πολίτευμα. Χαρακτηριστικά της γνώρισματα ήταν η μικρή έκταση της δικαιοδοσίας της, η αυτονομία και η αυτάρκεια. Ο κύριος οικισμός περιλάμβανε την ακρόπολη και περιβαλλόταν ενίοτε από τείχη.

Κατά την αρχαϊκή περίοδο, η λέξη πόλις ήταν κατά το μάλλον ή ήττον μια ειδική έννοια που αντιπροσώπευε την αστική περιοχή σε αντιπαραβολή με τη χώρα, που αντιπροσώπευε την ύπαιθρο. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η πολιτική της οντότητα, ακόμη και αν δε ήταν κατάλληλη να θεωρείται πόλη, εξαιτίας του πολεοδομικού της σχεδιασμού ή της έλλειψης δημοσίων κτηρίων. Ο Θουκυδίδης μεταχειρίζεται τον όρο πόλις και για την ανοχύρωτη ομάδα κωμών και για την οχυρωμένη πόλη. Το έθνος σε αυτή την εποχή συνυπάρχει ως πολιτικό σύστημα με την πόλη. Οι πόλεις συγκροτούνταν γύρω από ένα αστικό κέντρο, ενώ στο έθνος ο πληθυσμός ζούσε σκορπισμένος σε χωριά, καλύπτοντας λίγο-πολύ μια ευρεία περιοχή.

Ήδη από τα πρώτα στάδια της οργάνωσής τους οι πόλεις αντιμετώπισαν προβλήματα που τις οδήγησαν σε κοινωνική και οικονομική κρίση. Την κρίση αυτή αντιμετώπισαν με διάφορους τρόπους, ανάμεσα στους οποίους διακρίνουμε την ίδρυση αποικιών. Ο αποικισμός αναδεικνύει και έναν άλλο ρόλο της πόλης, ως μητρόπολης. Ως αίτια του αποικισμού για τη δημιουργία νέων πόλεων-αποικιών αναφέρονται η σταθερή αύξηση του πληθυσμού στα αστικά κέντρα, εξαιτίας της συρροής πληθυσμού από τις αγροτικές περιοχές, τα οικονομικά κίνητρα (έλλειψη πρώτων υλών - νέες αγορές) και οι εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις. Βέβαια, ο όρος αποικισμός αφεαυτού συγκαλύπτει εν μέρει το γεγονός ότι οι Έλληνες ίδρυαν ανεξάρτητες πόλεις και όχι απλές προεκτάσεις της μητρόπολης με αποτέλεσμα πολλές φορές να διαφέρουν σκόπιμα οι θεσμοί της ίδρυσης της αποικίας από τους θεσμούς της μητρόπολης.

Ένας άλλος συντελεστής που χρειάζεται να ληφθεί υπόψιν, γιατί καθορίζει εν μέρει το ιδεολογικό περίγραμμα της πόλης, είναι η εγκαθίδρυση θρησκευτικών κέντρων. Ο Φρανσουά ντε Πολινιάκ, αναλύοντας τις απαρχές της πόλης, έρχεται σε ρήξη με το βασικό πρότυπο της γαλλικής ιστοριογραφίας που συνδέει τη γέννηση της πόλης μόνο με την ανάπτυξη πολιτικών θεσμών που υποσκέλισαν τις δομές του γένους. Θεωρεί πως σε αρκετές περιπτώσεις το θρησκευτικό ιερό έγινε πόλος της κοινωνικής συγκρότησης της πόλης και μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις ένα κομβικό σημείο, στο οποίο γεννήθηκαν μορφές εξουσίας. Έτσι, η λατρεία των ηρώων υποδεικνύει τη συγκρότηση μιας αριστοκρατίας, στην οποία η άσκηση της πολιτικής συνδέεται με τη συμβολική νομιμότητα την οποία παρέχουν οι μυθικοί ηγεμόνες ή ιστορικοί ιδρυτές, όχι μέσω της προσκόλλησης στη δυναστική γραμμή, αλλά μέσω της συμμετοχής στη λατρεία που προσδιορίζει την αριστοκρατία.

Η οικονομία ως την υστεροαρχαϊκή περίοδο είναι κυρίως αγροτική. Η ιδιοκτησία και η καλλιέργεια της γης αποτελούν κύριες προϋποθέσεις για την απόκτηση εξουσίας και συνεπώς οι οικονομικοί λόγοι των κρίσεων, όπου και όποτε αυτές εντοπίζονται, φαίνεται να συνδέονται έμμεσα ή άμεσα με τη γη. Ως οικονομικός παράγοντας που επηρέασε θετικά ή αρνητικά ουσιώδεις τομείς της οικονομικής ζωής αναφέρεται και ο πόλεμος, ο οποίος είχε ως αποτέλεσμα την κατάκτηση γης και την εκμετάλλευση του έμψυχου δυναμικού της ηττημένης πόλης. Ουσιαστικότερη τομή, όμως, στην ανάπτυξη της οικονομίας και των εμπορικών συναλλαγών έπαιξε η κοπή και η κυκλοφορία των νομισμάτων. Η σημασία της εφεύρεσης και της εξάπλωσης του νομίσματος συνδέεται με την ομαλοποίηση της κοινωνικής ζωής της πόλης, την ανάπτυξη και τη ρύθμιση του φορολογικού συστήματός της. Ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στη λειτουργία του ως πολιτειακό σύμβολο, καθώς η κοπή νομισμάτων με το σύμβολο της πόλης αποτελούσε ταυτόχρονα διακήρυξη της πολιτικής ανεξαρτησίας της.

Σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό, φαίνεται πως οι πόλεις της διατηρούν τη συνέχεια του πολεοδομικού συστήματος που προϋπήρξε κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Για παράδειγμα, η Αθήνα κράτησε ως το τέλος του αρχαίου κόσμου το παλαιό, δυναμικά δημιουργημένο από τη μυκηναϊκή περίοδο, ακανόνιστο πολεοδομικό της σχέδιο. Επίσης, δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στα δημόσια κτήρια, αφού ένα μεγάλο μέρος της ζωής των πολιτών μοιραζόταν στους δημόσιους χώρους. Έτσι, κτίζονται ναοί, θέατρα, αγορά και άλλοι δημόσιοι χώροι, στους οποίους αντανακλάται μια μετάβαση από την αυστηρή σχηματικότητα της γεωμετρικής περιόδου προς ένα περισσότερο φυσιοκρατικό και ανθρωποκρατικό πρότυπο. Τα σχέδια των ναϊκών οικοδομημάτων γίνονται πιο περίπλοκα και υπόκεινται σε μια αυστηρή συμμετρία. Η τοιχοδομία αναπτύσσει νέες τεχνικές, ενώ παράλληλα διαμορφώνονται δύο αρχιτεκτονικοί ρυθμοί, ο ιωνικός και ο δωρικός. Ο κορινθιακός ρυθμός, εκτός από την άκανθά του, είναι ουσιαστικά ίδιος με τον ιωνικό.

Η κλασική περίοδος (500-338 π.Χ.) είναι μια περίοδος ταύτισης του πολίτη με την πόλη. Η πόλις αντιπροσωπεύει μάλλον το σύνολο των πολιτών της και όχι τη γεωγραφική έκταση, η οποία αναφερόταν κατά κανόνα με τους όρους άστυ, προκειμένου για την πόλη -ιδιαίτερα για την Αθήνα- και χώρα, για το υπόλοιπο της επικράτειας. Η δημόσια λατρεία αποτελούσε ένα σημαντικό κομμάτι της ζωής στην ελληνική πόλη. Σχεδόν όλες οι όψεις της ατομικής ζωής συνδέονταν με τη δημόσια, σε βαθμό που ο πολίτης αισθανόταν ενίοτε πως η ζωή δεν ήταν δική του αλλά ανήκε ουσιαστικά στην πολιτεία. Άλλωστε η πολιτεία είναι εκείνη που παρέχει το θέατρο, τους εορτασμούς, τα δημόσια μνημεία, τους ανοικτούς χώρους και φροντίζει για την εμπλοκή των πολιτών στους περισσότερους τομείς της ζωής. Η αναφορά του Θουκυδίδη για τις απόψεις του Περικλή είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα για τη βασική ιδέα αλληλοσύνδεσης του πολιτισμού, της κοινωνίας και της πολιτικής, καθώς και του τι ζητείται από τον πολίτη ως συνεισφορά στην πόλη του.

Οι πόλεις στην κλασική περίοδο ήταν πληθυσμιακά μικρές. Δεν αριθμούσαν στην πλειονότητά τους πάνω από 10.000 πολίτες με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της αριθμούσε περίπου 50.000 πολίτες, άτομα δηλαδή που είχαν πολιτικά δικαιώματα. Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Σε άλλες περιπτώσεις η διάκριση γίνεται ανάμεσα στους αστούς και τον υπόλοιπο πληθυσμό. Αστοί θεωρούνταν οι άνδρες, οι γυναίκες και τα παιδιά που αντλούσαν την πλήρη καταγωγή τους από την πόλη.

Είναι δύσκολο να αναφερθούμε στην πολιτική που ασκούσε η πόλις, μια και κάθε πολιτεία λειτουργούσε διαφορετικά. Γενικά, όμως, παρατηρείται μια ροπή προς την αριστοκρατία. Σχεδόν όλες οι πόλεις κυριαρχούνταν από μια κληρονομική αριστοκρατία, η οποία είχε στην κατοχή της το μεγαλύτερο μέρος της γης και συνεπώς της παραγωγής και της δύναμης που αυτή προσδιόριζε. Καθώς με την καλλιέργεια της γης ασχολούνταν δουλοπάροικοι ή μικροί ανεξάρτητοι γεωργοί με τη μέθοδο της επινοικίασης της γης, οι αριστοκράτες ασχολούνταν επιμελώς με τα ζητήματα της πόλης. Σε ορισμένες πόλεις η αριστοκρατική τάξη κυβερνούσε δια νόμου και οι πολίτες είχαν μικρή ανάμιξη στα κοινά. Σε άλλες πόλεις η ίδια τάξη κυβερνούσε παρασκηνιακά, κρατώντας τη δύναμη στα χέρια της αλλά επέτρεπε φαινομενικά μεγαλύτερη ανάμιξη των πολιτών. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθούν σε πολλές πόλεις δημοκρατικές τάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους οδήγησαν σε ταξικό αγώνα για τα δικαιώματα των πολιτών.

Η Αθήνα και η Σπάρτη ήταν εξαιρέσεις στον κανόνα. Ήταν δημοκρατίες, αλλά με διαφορετικούς τρόπους ερμηνείας της ιδέας της δημοκρατίας. Η Σπάρτη είχε ένα μοναδικό κοινωνικό σύστημα, βασισμένο στην εκμετάλλευση της μεγάλης αγροτικής κατώτερης τάξης των ειλώτων από τους Σπαρτιάτες πολίτες. Οι Σπαρτιάτες, ως πολίτες ασχολούνταν μόνο με την επίβλεψη και αστυνόμευση των ειλώτων, που ήταν η κύρια παραγωγική δύναμη. Ωστόσο, για τους Σπαρτιάτες πολίτες ίσχυε η δημοκρατία και η ισότητα, καθώς οι δύο βασιλείς τους ήταν ουσιαστικά στρατιωτικοί ηγέτες. Το στρατιωτικό σύστημα που ανέπτυξε η Σπάρτη όφειλε εν μέρει τη γέννησή του στην ανάγκη διασφάλισης ελέγχου των ειλώτων. Έχουμε να κάνουμε, λοιπόν, με ένα κοινωνικό και πολιτικό πείραμα που συνδύαζε την κοινοτική ζωή ίσων (ομοίων) με τον στρατοκρατικό ολοκληρωτισμό. Αυτός ο ολοκληρωτισμός και η διαρκής ανάγκη για αστυνόμευση ήταν τα στοιχεία που βοήθησαν στην τελική κατάρρευση του πολιτικού της συστήματος.

Η Αθήνα, προϊόν συνοικισμού, ανέπτυξε τη δημοκρατία της περίπου το 500 π.Χ. Ήταν μια μορφή άμεσης δημοκρατίας στην οποία θεωρητικά το σύνολο, πρακτικά ένα μέρος των πολιτών ψήφιζε σε κάθε ζωτικό θέμα. Η όλη λειτουργία του πολιτικού συστήματος στην Αθήνα αποσκοπούσε στην ενθάρρυνση των Αθηναίων σε ό,τι αφορούσε τη συμμετοχή και τη συνεργασία τους με το πολιτικό σύστημα. Ωστόσο, από τούτη τη δημοκρατία αποκλείονταν οι γυναίκες, οι σκλάβοι και οι ξένοι, δηλαδή οι μέτοικοι. Για διάφορους λόγους η Αθήνα ανέπτυξε μια οικονομία διαφορετική από εκείνη των άλλων πόλεων. Αντί να στηρίζονται στην καλλιεργητική τους αυτάρκεια, οι Αθηναίοι έχτισαν μια οικονομία βασισμένη στην εξειδικευμένη καλλιέργεια (π.χ. λάδι και κρασί). Κάτι τέτοιο οδήγησε σε ένα βαθμό στην εξάρτηση από το εμπόριο και στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Εξαιτίας αυτού του διαφορετικού οικονομικού συστήματος η Αθήνα μπορούσε να στηρίζει μη αγροτικό πληθυσμό, γεγονός που την οδήγησε σε μεγάλη δημογραφική ακμή.

Σημαντικό ρόλο στην πανελλήνια διασύνδεση των πόλεων έπαιξαν τα μεγάλα μη αστικά ιερά, όπως η Ολυμπία, οι Δελφοί, τα Ίσθμια και η Νεμέα. Πλούσιες τοποθεσίες, τούτα τα ιερά ήταν κόμβοι επικοινωνίας των πόλεων και σημεία κατάθεσης πολιτισμού, μια και εκτός από τους αθλητικούς αγώνες που τελούνταν κάθε δύο ή τέσσερα χρόνια, συμπεριλαμβάνονταν και θρησκευτικοί εορτασμοί ή διαγωνισμοί στο θέατρο, την ποίηση και τη μουσική. Με αυτόν τον τρόπο διατηρείτο το αίσθημα της κοινής καταγωγής στους Έλληνες και παράλληλα καλλιεργείτο το αντίβαρο στον έντονο τοπικισμό της πόλης-κράτους.

Ελληνιστική και τη ρωμαϊκή περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ελληνιστικά χρόνια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η υποχώρηση του πολιτειακού συστήματος της πόλης-κράτους και η επικράτηση της μοναρχίας είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της δύναμης των πολιτών και τον περιορισμό της ανάμιξής τους στα κοινά, καθώς και αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα. Η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή του πλούτου είχε ως αποτέλεσμα την εμφάνιση μιας αριστοκρατίας αστών. Το εισόδημα των κατώτερων κοινωνικών τάξεων ελαχιστοποιήθηκε. Σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των δούλων, τούτο προκάλεσε μεγάλη δυσαρέσκεια στα ασθενέστερα κοινωνικά στρώματα. Συνέπεια της συρρίκνωσης του εισοδήματος ήταν η ελάττωση των γεννήσεων, που μαζί με τους διαρκείς πολέμους προκάλεσε έντονο δημογραφικό πρόβλημα στις πόλεις-κράτη της ηπειρωτικής Ελλάδας. Πόλεις που υπέφεραν από τη μείωση του αριθμού των πολιτών τους, προσπαθούσαν να συμπληρώσουν το κενό με εγγραφές νέων πολιτών (Δύμη Ήλιδας, κατά τη διάρκεια των συγκρούσεων με την Αιτωλία), με την παροχή πολιτικών δικαιωμάτων στους εποίκους (Μίλητος) ή με την παροχή ισοπολιτείας (χορήγηση πολιτικών δικαιωμάτων σε άτομα άλλων πόλεων με προϋπόθεση τη μετεγκατάστασή τους στην πόλη που τα χορηγούσε).

Ταυτόχρονα οι κατακτήσεις των Μακεδόνων βασιλέων Φιλίππου Β΄ και Αλεξάνδρου αλλάζουν τη φύση και τον ρόλο της αρχαίας πόλης. Οι ελληνικές πόλεις χάνουν την ανεξαρτησία τους, καθώς οι σχέσεις των βασιλέων της ελληνιστικής περιόδου με τις ελληνικές πόλεις του βασιλείου τους είναι ουσιαστικά δικτατορικές. Οι πόλεις στην πραγματικότητα οφείλουν να ψηφίζουν δικά τους «ανεξάρτητα» διατάγματα, τα οποία όμως συμμορφώνονται προς τη βασιλική θέληση. Συνέπεια των κατακτήσεων είναι η πληθυσμιακή κινητικότητα και οι μεταναστεύσεις Ελλήνων προς τα νέα βασίλεια, γεγονός που συνέβαλε στην εξάπλωση των ελληνικών πολιτισμικών στοιχείων μέσω της δημιουργίας της κοινής ως επίσημης γλώσσας και της ίδρυσης ελληνικών πόλεων και μόνιμων στρατιωτικών οικισμών. Η συνύπαρξη ελληνικών και εντόπιων πολιτισμικών στοιχείων οδήγησε σε αλληλεπιδράσεις και την εμφάνιση ενός πολιτιστικού πλουραλισμού, χαρακτηριστικού για την ελληνιστική περίοδο.

Οι νέες μεγάλες πόλεις της ελληνιστικής περιόδου χωρίζονται σε συνοικίες. Υπάρχουν ανάκτορα και ναοί, γυμναστήρια, θέατρα, βιβλιοθήκες, λουτρά και αγορά. Τα οχυρωματικά έργα είναι περίπλοκα, προκειμένου να αντέχουν τα τείχη στις νέες πολιορκητικές μηχανές και η περιφέρειά τους ενίοτε καλύπτει πολλά χιλιόμετρα. Εντός των τειχών υπάρχουν εκτάσεις καλλιεργήσιμης γης, για να αντέχει η πόλη σε ενδεχόμενη πολιορκία. Οι οικίες είναι πολυτελέστερες των προηγούμενων αιώνων με περισσότερους ορόφους και χτίζονται γύρω από την ίδια περίστυλη αυλή της κλασικής περιόδου. Αξιοσημείωτη διαφορά είναι η ελάττωση στον αριθμό των ναών, καθώς η αγάπη για τους θεούς και την πόλη δεν είναι η πρωταρχική κινητήρια δύναμη της ελληνιστικής περιόδου.

Η ελληνιστική πόλη είναι ένας σύνθετος τόπος, στον οποίο ανακατεύονται οι νέες οικονομικές δυνατότητες με την κοινωνική αναδιαστρωμάτωση, η απώλεια της πολιτικής δύναμης με την οικονομική ευημερία. Κανείς δεν έχει πραγματική πολιτική δύναμη μέσα στην πόλη, καθώς η δύναμη ανήκει στον μονάρχη. Έτσι, ενώ παρατηρείται μια επιφανειακή πολιτική ισότητα, αφού οι αποφάσεις παίρνονται σε άλλα κέντρα εξουσίας, την ίδια στιγμή η οικονομική ανισότητα προκαλεί κοινωνική αποσταθεροποίηση. Νέες ευκαιρίες παρουσιάζονται για τους σκλάβους και για τις γυναίκες, οι οποίες φαίνεται να παίζουν κάπως μεγαλύτερο ρόλο στη ζωή της ελληνιστικής πόλης. Η Ρόδος είναι η μόνη πόλη που ξεφεύγει από αυτή τη μοίρα. Χάρη στη γεωγραφική της θέση και τη δύναμη του στόλου της απολαμβάνει μια πραγματική ανεξαρτησία, τουλάχιστον ως τα μέσα του 3ου αιώνα π.Χ.

Στη ρωμαϊκή περίοδο εξαλείφονται βαθμιαία από τις ελληνικές πόλεις και τα τελευταία κατάλοιπα της δημοκρατίας, καθώς σταθερή επιδίωξη των Ρωμαίων ήταν να θέτουν τη διοίκηση των επαρχιακών κρατών υπό τον αποκλειστικό έλεγχο των εύπορων τάξεων, οι οποίες με τη σειρά τους υπάγονταν στον Ρωμαίο κυβερνήτη. Οι Ρωμαίοι που εγκαθίσταντο στις ελληνικές πόλεις είχαν το δικαίωμα να κατέχουν γη (εγκεκτημένοι), ενώ εκείνοι που απλά διέμεναν λόγω των επαγγελματικών τους δραστηριοτήτων ονομάζονταν συμπραγματευόμενοι. Στις πόλεις της Μακεδονίας απέκτησαν το δικαίωμα της γαιοκτησίας, αναλάμβαναν τιμητικά αξιώματα και είχαν το δικαίωμα ως ενιαίο σώμα -όχι ατομικά- να συμμετέχουν στις εργασίες της εκκλησίας του δήμου και στη βουλή. Πλήρη πολιτικά δικαιώματα είχαν οι Ρωμαίοι στις αποικίες τους στην Κόρινθο, τη Νικόπολη, την Πέλλα, το Δίον, την Κασσάνδρεια και τους Φιλίππους. Επίσης, πολλοί απέκτησαν πολιτικά δικαιώματα και δυνατότητα συμμετοχής στα δημόσια αξιώματα στην Αθήνα, ως δικαστές ή μέλη του Αρείου Πάγου.

Όπως είναι φυσικό μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση στις περισσότερες ελληνικές πόλεις η εντόπια αριστοκρατία διατήρησε την κοινωνική της θέση, αλλά είχε πολύ περιορισμένη πολιτική δύναμη και δεν ενσωματώθηκε πλήρως στην αντίστοιχη ρωμαϊκή τάξη. Υπάρχουν βέβαια περιπτώσεις στις οποίες η εντόπια αριστοκρατία παραγκωνίστηκε πλήρως κατά τη μετατροπή της πόλης σε ρωμαϊκή αποικία (Βέροια). Στην περίπτωση της Σπάρτης κατά τη ρωμαϊκή περίοδο έχουμε το παράδειγμα μιας μικτής τοπικής αριστοκρατίας, η οποία αποτελείτο από Ρωμαίους και Σπαρτιάτες. Ωστόσο, η σημαντικότερη μακροπρόθεσμη συνέπεια της καταστροφής της ελληνικής δημοκρατίας στις πόλεις φαίνεται να είναι η πλήρη αποδυνάμωση των ασθενών οικονομικά τάξεων με την αφαίρεση του δικαιώματός τους να διατυπώνουν τις αντιρρήσεις τους για όσα συνέβαιναν με νόμιμα μέσα, με αποτέλεσμα να καταφεύγουν στη φυγή ή την εξέγερση. Σε διαφορετική περίπτωση έπρεπε να βρουν κάποιον γαιοκτήμονα, που θα τους παρείχε «προστασία» με αντάλλαγμα την ελευθερία τους.

Στον οικονομικό τομέα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Με την ανατολή της αυτοκρατορικής εποχής οι ελληνικές πόλεις ανακάμπτουν σταδιακά απότην παρακμή. Η επιβεβλημένη Pax Romana εξομαλύνει την οικονομία, η οποία φθάνει στο απόγειό της κατά τον 2ο μ. Χ. αιώνα. Κάτι τέτοιο φαίνεται από την οικοδομική δραστηριότητα, την αύξηση των επιγραφικών κειμένων και την επανακοπή νομισμάτων, η οποία είχε ανασταλεί επί μακρόν μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση. Η αναδιοργάνωση της οικονομίας έχει άλλοτε θετικά και άλλοτε αρνητικά αποτελέσματα, καθώς παλαιές πόλεις χάνουν την αυτονομία τους και συγχωνεύονται με άλλες, ιδρύονται νέες πόλεις ή παρακμάζουν κέντρα που ευημερούσαν στο παρελθόν. Όμως, αυτό που παραμένει είναι μια διαρκής αφαίμαξη με έμμεση ή άμεση φορολογία προς το ρωμαϊκό κράτος. Ακόμη και οι αποκαλούμενες ελεύθερες πόλεις (civitates liberae), μολονότι δεν εξαρτώνταν άμεσα από τον Ρωμαίο διοικητή, δεν απαλλάσσονταν από τη φορολογία. Οι υποτελείς πόλεις (civitates stipendiariae) όφειλαν να καταβάλλουν φόρους που υπάγονταν άμεσα στη δικαιοδοσία του έπαρχου, ο οποίος και τους επέβαλε την εφαρμογή του ρωμαϊκού δικαίου.

Αναμφίβολα η πόλη δεν ήταν θεσμός αποκλειστικά ελληνικός. Πόλεις οργανωμένες υπήρξαν σε πολύ παλαιότερες περιόδους από εκείνες που διεκδικεί η ελληνική ιστορία με ζωντανή και δυναμική μυθολογία και θεωρούνταν από τους λαούς που τις κατοίκησαν κυριολεκτικά και μεταφορικά άξονας του κόσμου (axis mundi). Η διαφορά βρίσκεται στο γεγονός ότι έστω και με τα σαφή πολιτικά και κοινωνικά τους μειονεκτήματα -θεωρούμενα από την οπτική γωνία του παρόντος χρόνου- οι ελληνικές πόλεις στις καλύτερες στιγμές τους κληροδότησαν στο σύγχρονο πολιτισμό ιδέες όπως η ανοχή στην ιδιαιτερότητα, το ζωντανό ενδιαφέρον για την πορεία της κοινότητας και το πάθος για την ανεξαρτησία.

Η λέξη πόλις, δίνει ως ρίζα στην ελληνική γλώσσα τις λέξεις πολιτική, πολιτισμός και πόλεμος.

  1. Caves, Roger W. (επιμ.). Encyclopedia of the City. Routledge. ISBN 9780415252256. 

Προτεινόμενη Βιβλιογραφία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Andrewes A., Αρχαία ελληνική κοινωνία, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 1999).
  • Botsford και Robinson, Αρχαία ελληνική ιστορία, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 1995).
  • Γιαννόπουλος Ι. κ.ά, Ελληνική ιστορία, τόμ. Α΄, Ε.Α.Π. (Πάτρα 1999).
  • Derrreau M., Ανθρωπογεωγραφία, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 1991).
  • Eiwagner J. και H. Donder, «Η Μυκηναϊκή Θρησκεία» στο: Ο Μυκηναϊκός Κόσμος. Πέντε αιώνες πρώιμου ελληνικού πολιτισμού, 1600-1100 π.Χ., Υπουργείο Πολιτισμού-Ελληνικό Τμήμα ICOM (Αθήνα 1988).
  • Παπαθανασόπουλος Γ.Α. (επιμ.), Νεολιθικός πολιτισμός στην Ελλάδα, Ίδρυμα Ν.Π. Γουλανδρή - Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης (Αθήνα 1996).
  • Ste Croix, G.E.M. de, Ο ταξικός αγώνας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, από την αρχαϊκή εποχή ως την αραβική κατάκτηση, Κέδρος (Αθήνα 1997).
  • Thomson G., Η αρχαία ελληνική κοινωνία. Το προϊστορικό Αιγαίο Κέδρος(Αθήνα 1989).
  • Mosse Cl. και Α. Schnapp-Gourbellion, Επίτομη ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ), Παπαδήμας (Αθήνα 1999).
  • Polignac F. de, Η γέννηση της αρχαίας ελληνικής πόλης, Μ.Ι.Ε.Τ. (Αθήνα 2000).
  • Bernardo-Brea L., «Poliochni. Citta preistorica nell isola di Lemnos, Vol. II: Testo e tavole», Monografie della Scuola archeologica die Atene e delle Missioni italiane in oriente, L'Erma di Bretschneider (Ρώμη 1976).
  • Cipolla C.M. (επιμ.), Fontana Economic History of Europe I: The Middle Ages (1972).
  • Green P. (επιμ.), Hellenistic History & Culture, University of California Press (Λος Άντζελες κ.λπ. 1993).
  • Brunt, P.A., «The Romanization of the local ruling classes in the Roman empire», στο: Pippidi, D.M., Assimilation et resistance a la culture greco-romaine dans le monde ancien. Travaux du VIe Congres International d'etudes Classiques (Paris 1976).
  • Branigan K., «The Round Graves of Levkas reconcidered», The Annual of the British School at Athens τόμ. 70 (Αθήνα 1975).
  • Μπούρας Χαρ., «Η Αθήνα κατά την ελληνιστική περίοδο», στο Αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών. Επιστημονικές επιμορφωτικές διαλέξεις, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Ιανουάριος-Μάρτιος 1994.
  • Σάμψων Αδ., «Νέα στοιχεία για τη Μεσολιθική Περίοδο στον Ελληνικό χώρο», Αρχαιολογία και Τέχνες τόμ. 61 (Αθήνα 1996).