[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Εύβοια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εύβοια
Άποψη της Χαλκίδας, της πρωτεύουσας της Εύβοιας
Γεωγραφία
ΑρχιπέλαγοςΑιγαίο Πέλαγος
Έκταση3.670 km²
Υψόμετρο1.743 μ
Υψηλότερη κορυφήΔίρφη
Χώρα
ΠεριφέρειαΣτερεάς Ελλάδας
ΝομόςΕυβοίας
ΠρωτεύουσαΧαλκίδα
Δημογραφικά
Πληθυσμός209.022 (απογραφής 2021)
Πρόσθετες πληροφορίες
Ιστοσελίδαwww.euboea.gr
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η Εύβοια είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας και το έκτο μεγαλύτερο της Μεσογείου. Η έκταση του νησιού είναι 3.654 τ. χλμ. και εκτείνεται κατά μήκος της βορειοανατολικής ηπειρωτικής Στερεάς Ελλάδας, από τον Μαλιακό κόλπο μέχρι απέναντι από την ακτή της Ραφήνας, χωρισμένη από αυτήν κατά σειρά από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, με τον Βόρειο Ευβοϊκό κόλπο, τον πορθμό του Ευρίπου στο ύψος της Χαλκίδας και τέλος τον Νότιο Ευβοϊκο κόλπο.

Το σχήμα της είναι στενόμακρο με πεπλατυσμένες τις δύο άκρες της και περί το μέσον αυτής. Εκτείνεται με κατεύθυνση από βορειοδυτικά προς νοτιοανατολικά, έχοντας συνολικό μήκος 180 χλμ. και κυμαινόμενο πλάτος από 8 μέχρι 50 χλμ. Στα ΒΔ. χωρίζεται από τη Φθιώτιδα και Μαγνησία μέσω του διαύλου Ωρεού, ενώ νότια διά του Ευβοϊκού Κόλπου χωρίζεται από τη Βοιωτία και την Αττική. Διά του πορθμού του Καφηρέα χωρίζεται νοτιοανατολικά από την Άνδρο. Τα βόρεια και βορειοανατολικά παράλιά της βρέχονται από το Αιγαίο Πέλαγος.

Μαζί με τη Λευκάδα, είναι τα δύο νησιά της Ελλάδας στα οποία η πρόσβαση γίνεται οδικώς.

Στο κοντινότερο σημείο με τη Στερεά Ελλάδα είναι κτισμένη η πρωτεύουσα και μεγαλύτερη πόλη του νησιού, η Χαλκίδα, όπου υπάρχει η μία εκ των δύο ζεύξεων του νησιού με την ηπειρωτική Ελλάδα, η παλαιά γέφυρα της Χαλκίδας. Πρόσφατα χτίστηκε και η υψηλή γέφυρα της Χαλκίδας, συνολικού μήκους περίπου 700 μέτρων. Είναι το δεύτερο μεγαλύτερο νησί της Ελλάδας ως προς την έκταση και τον πληθυσμό.

Η ονομασία του νησιού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το όνομα Εύβοια δίνεται ουσιαστικά από τον Όμηρο και φανερώνει το γόνιμο καλλιεργήσιμο έδαφος και την ανεπτυγμένη βοοτροφία για την οποία το νησί ήταν ονομαστή. «Εύ» και «βους» σημαίνει καλό βόδι. Στα ιστορικά τεκμήρια όμως τη συναντάμε και με άλλα ονόματα, όπως: 1) Μάκρα ή Μάκρις, από το σχήμα της. Αυτό είναι πιθανότερα και το αρχαιότερο όνομά της. Μάκρις βέβαια ονομαζόταν και η τροφός της Ήρας, που μεγάλωσε στην Εύβοια. 2) Αβαντίς ή Αβαντιάς, από τον λαό των Αβάντων που εγκαταστάθηκε στο μεγαλύτερο μέρος του νησιού πριν από τους Ίωνες και τους Ελλοπείς. 3) Ελλοπία, από τον θεσσαλικό λαό των Ελλόπων που αποίκισε το νησί. 4) Διακρία, από τα Διάκρια όρη που δεσπόζουν στην Κεντρική και Ανατολική Εύβοια. 5) Χαλκωδοντίς, από τον μυθικό βασιλιά Χαλκώδοντα, γιο του Άβαντα. 6) Όχη, από το ομώνυμο όρος του νότου. 7) Ασωπίς, από τον βοιωτικό ποταμό Ασωπό, γιο της νύμφης Εύβοιας. 8) Δολίχη, από το μακρόστενο σχήμα. 9) Μελανηίς, από το παχύ και εύφορο χώμα της. 10) Αονία, από μια προελληνική φυλή, τους Άονες, κατοίκους της Εύβοιας κατά την εποχή του Χαλκού. 11) Εύριπος ή Έγριπος, από το όνομα του στενού του πορθμού ή την ορμητική φορά του παλιρροϊκού ρεύματος στο στενό (ευ-ριπή). 12) Νεγρεπόντε κατά την Ενετοκρατία, από το μαύρο γεφύρι που ήταν χτισμένο με μαύρες σκληρές πέτρες και συνέδεε τα δύο κάστρα εκατέρωθεν του Ευρίπου. Τέλος, 13) Εγριπόζ και Γριπονήσι κατά την Τουρκοκρατία.

Η Δίρφυς, το ψηλότερο βουνό της Εύβοιας

Η Εύβοια βρίσκεται στην κεντρική Ελλάδα και χωρίζεται από την υπόλοιπη χώρα από ένα στενό πορθμό, του οποίου το ελάχιστο πλάτος είναι 40 μέτρα. Εκατέρωθεν του πορθμού σχηματίζονται δύο κόλποι, γνωστοί ως ο Βόρειος και ο Νότιος Ευβοϊκός κόλπος, οι οποίοι καταλήγουν και οι δύο στο Αιγαίο Πέλαγος, το οποίο βρέχει τις ανατολικές ακτές του νησιού.[1] Στον βορρά η Εύβοια χωρίζεται από τη Φθιώτιδα με τον πορθμό των Ωρεών.

Το νησί είναι επίμηκες, με μήκος 175 χιλιόμετρα και μέγιστο πλάτος 57, και διατρέχει παράλληλα με τις ανατολικές ακτές της Στερεάς Ελλάδας σε νοτιοανατολικό-βορειοδυτικό άξονα. Οι κύριες πεδινές εκτάσεις βρίσκονται στο βόρειο τμήμα, γύρω από την Ιστιαία, στο κεντρικό τμήμα κοντά στη Χαλκίδα και στο ανατολικό τμήμα, στη λεκάνη Κύμης-Αλιβερίου. Το νότιο τμήμα είναι λοφώδες, αν και έχει και πεδινά τμήματα, και διαθέτει πολλούς όρμους.[2] Το μακρύτερο ποτάμι του νησιού είναι ο Λήλας, ο οποίος πηγάζει από τη Δίρφυ και διασχίζει την πεδιάδα της Χαλκίδας και το Ληλάντιο πεδίο, εκβάλλοντας στον Νότιο Ευβοϊκό.[3]

Η ψηλότερη κορυφή της Εύβοιας είναι η Δίρφυς, στο κεντρικό τμήμα του νησιού, με ύψος 1.743 μέτρα. Άλλα βουνά της Εύβοιας περιλαμβάνουν το Καντήλιο όρος (1.246 μέτρα), τον Όλυμπο (1.172 μέτρα) και την Όχη (1.398 μέτρα) στο νότιο τμήμα. Το βόρειο τμήμα της Εύβοιας έχει πιο ομαλό ανάγλυφο, με κορυφές κάτω από 1.000 μέτρα.[2]

Σημαντικότεροι επιμέρους κόλποι της Εύβοιας είναι από τον Πορθμό του Ευρίπου και βόρεια: του Βατώντα, της Λίμνης και της Αιδηψού, και νότια του Αλιβερίου, της Καρύστου και προς το Αιγαίο της Κύμης. Επίσης κατά μήκος των ακτών της Εύβοιας απαντώνται πλήθος νησίδων μεταξύ των οποίων είναι οι Λιχάδες, οι Πεταλιοί, η Μυρτώ, η Πρασούδα και το Ποντικονήσι.

Θερμές πηγές Αιδηψού

Το έδαφός της αποτελείται κυρίως από σχιστόλιθους, ενώ παρουσιάζει πολλές γεωλογικές διαπλάσεις.[εκκρεμεί παραπομπή] Επίσης μεγάλα τμήματα του νησιού είναι καλυμμένα με ιζήματα του Νεογενούς, τα οποία καλύπτουν παλαιότερα ιζήματα του Μεσοζωικού αιώνα και πετρώματα της πελαγόνιας ζώνης. Τα νεογενή ιζήματα αποτελούνται από λάσπη και γύψο, εναποθέσεις λιγνίτη και ποτάμιες αποθέσεις. Ανάμεσα στα ιζήματα σε διάφορες θέσεις, οι περισσότερες στο βόρειο τμήμα του νησιού, έχουν βρεθεί απολιθωματοφόρες θέσεις, με πανίδα του Μειοκαίνου.[4]

Έντονη πάντως φαίνεται να υπήρξε και ηφαιστειακή δράση κατά τη διάρκεια της τεταρτογενούς περιόδου του καινοζωϊκού αιώνα, όπου και αποσχίστηκε από την ηπειρωτική χώρα. Στη βόρεια Εύβοια υπάρχουν θερμές πηγές με θερμοκρασία μέχρι 84°C, με γνωστές τις πηγές σε Αιδηψό, Γιάλτρα και Ήλια και σχετίζονται με το ηφαιστειακό κέντρο των Λιχάδων, το οποίο ήταν ενεργό κατά το Πλειόκαινο και το Πλειστόκαινο. Το ζεστό νερό ανεβαίνει στην επιφάνεια μέσω ρηγμάτων.[5] Ηφαιστειακά πετρώματα του Μειόκαινου υπάρχουν στην περιοχή του Οξύλιθου, ηλικίας περίπου 13 εκατομμυρίων ετών. Τα πετρώματα είναι κυρίως δακίτες και υπάρχουν επίσης ανδεσίτες και σοσονίτες.[6]

Γενικά το κλίμα της είναι εύκρατο και υγιεινό που συντελεί στην άφθονη βλάστηση και στη φυσική της ομορφιά.

Τα παλαιότερα ίχνη κατοίκησης αποτελούν λίθινα εργαλεία της μέσης παλαιολιθικής περιόδου (100.000 με 40.000 χρόνια πριν) που έχουν βρεθεί σε θέσεις της βόρειας και κεντρικής Εύβοιας. Οι σημαντικότερες θέσεις όσον αφορά τον αριθμό των ευρημάτων βρίσκονται κοντά στη Νέα Αρτάκη.[7][8] Τότε η ακτογραμμή ήταν πολύ διαφορετική, καθώς η Εύβοια ήταν συνδεδεμένη με την υπόλοιπη Ελλάδα. Διαχωρίστηκε από την υπόλοιπη ξηρά κατά τη μεσολιθική περίοδο, όταν ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας. Οι πρώτοι οικισμοί στην Εύβοια δημιουργούνται κατά τη νεολιθική περίοδο, κυρίως κατά μήκος των ακτών στη Λίμνη, στις Ροβιές, στην Ερέτρια, στην Αμάρυνθο, στην Παξιμάδα και την Πλακαρή Καρύστου, στην Αρτάκη, στα Ψαχνά και στα Πολιτικά. Επίσης την ίδια περίοδο κατοικούνται και τα σπήλαια Κοίλωσι Μαρμαρίου, Αγία Τριάδα Καρυστίας και Σκοτεινή στα Θαρρούνια.[7]

Το τέλος της 4ης χιλιετίας π.Χ. αρχίζει η εποχή του Χαλκού με την πρωτοελλαδική περίοδο, με αύξηση του πληθυσμού και δημιουργία μεγαλύτερων οικισμών. Ο σημαντικότερος οικισμός αυτής της εποχής που έχει ανασκαφεί είναι η Μάνικα, σε μία μικρή χερσόνησο βόρεια της Χαλκίδας. Ο οικισμός ήταν μερικώς τειχισμένος και είχε ρυμοτομία με ορθογώνια οικοδομικά τετράγωνα. Κοντά βρισκόταν και το νεκροταφείο του οικισμού. Στον οικισμό ζούσαν Ελλαδίτες, Ευβοιείς και Κυκλαδίτες και οι κάτοικοί του ασχολούνταν πέρα από τη γεωργία και την κτηνοτροφία με τη ναυτιλία. Άλλοι οικισμοί της περιόδου έχουν εντοπιστεί στο Λευκαντί, στην Ερέτρια, την Αμάρυνθο, στο Καστρί Λιχάδων και σε θέσεις της Καρυστίας.[7]

Στα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ. στην Εύβοια διαδίδεται ο μυκηναϊκός πολιτισμός. Οικισμοί αυτής της περιόδου έχουν εντοπιστεί στα Πολιτικά, στα Ψαχνά, στη Μάνικα, στη Χαλκίδα, στο Λευκαντί, στην Ερέτρια, στην Αμάρυνθο, στη Μαγούλα Αλιβερίου, στον Οξύλιθο, στους Ανδρωνιάνους, στη Γιάλτρα, στη Λίμνη, στην Αιδηψό, στις Λιχάδες και στην Κήρινθο.[7][9] Αν και δεν έχουν βρεθεί μυκηναϊκά ανακτορικά συγκροτήματα στην Εύβοια, έχουν βρεθεί σημαντικά νεκροταφεία και ταφικά μνημεία. Το καλύτερα διατηρημένο είναι ο θολωτός τάφος του Κατακαλού. Με την καταστροφή των μυκηναϊκών κέντρων τον 12ο αιώνα π.Χ. αρχίζει να αναπτύσσεται ο οικισμός στην Ξηρόπολη στο Λευκαντί, ο οποίος γνώρισε περίοδο ακμής τον 11ο αιώνα π.Χ., έχοντας εμπορικές συναλλαγές με την Κύπρο και την Τύρο στην ανατολή.[7]

Την εποχή του χαλκού η Εύβοια κατοικούταν από το αρχαιοελληνικό φύλο των Αβάντων. Ο Όμηρος αναφέρει πως οι Άβαντες συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο στο πλευρό των Αχαιών. Αναφέρει μάλιστα πως είχαν ιδρύσει ήδη τις πόλεις Χαλκίδα, Ερέτρια, Ιστιαία, Κήρινθος, Δίον, Κάρυστο, και Στύρα[10]. Την περίοδο των μεγάλων μετακινήσεων στον ελλαδικό χώρο οι Άβαντες εκτοπίστηκαν από τους Ίωνες. Οι Ίωνες της Εύβοιας χωρίστηκαν σταδιακά σε δύο ισχυρά κράτη, της Χαλκίδας στον βορρά και της Ερέτρειας στο κεντρικό τμήμα του νησιού. Νοτιότερα, στην περιοχή του όρους Όχη είχαν εγκατασταθεί Δρύοπες προερχόμενοι από την περιοχή που αποτέλεσε τα μετέπειτα χρόνια τη Δωρίδα. Κυριότερη πόλη των Δρυόπων ήταν η Κάρυστος. Οι πόλεις της Εύβοιας κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. είχαν εξελιχθεί σε μεγάλες εμπορικές δυνάμεις της περιοχής. Φημίζονταν επίσης για τα κεραμικά τους. Κατά τον αιώνα αυτόν οι Ευβοείς άρχισαν να δημιουργούν αποικίες, αρχικά στη Χαλκιδική και στη συνέχεια στην Κάτω Ιταλία, στην οποία ίδρυσαν τις πρώτες ελληνικές αποικίες. Πρώτη αποικία των Ευβοέων στην Ιταλία ήταν οι Πιθηκούσσες στο νησί Ίσκια, ανοικτά στα βόρεια του κόλπου της Νάπολης, ενώ λίγα χρόνια μετά ίδρυσαν στην απέναντι ακτή την Κύμη. Η Κύμη έγινε βάση για την ίδρυση νέων αποικιών, όπως ήταν η Ζάγκλη, το Ρήγιο και η Νάξος. Σύμφωνα με μία διαδεδομένη άποψη, οι Ευβοϊκές πόλεις της Κάτω Ιταλίας διέδωσαν το δικό τους αλφάβητο στην περιοχή, το οποίο εξελίχθηκε στη συνέχεια στο λατινικό αλφάβητο. Σύμφωνα με την ίδια άποψη, οι Ευβοϊκές πόλεις χρησιμοποιούσαν μία παραλλαγή του ελληνικού αλφαβήτου, που αποκαλείται Ευβοϊκό ή Χαλκιδαϊκό αλφάβητο, το οποίο είχε παρόμοια μορφή με το σημερινό Λατινικό[11].

Γενετική μελέτη που συνέκρινε δείγμα ατόμων από διάφορες περιοχές της σύγχρονης Ελλάδας με άτομα από τη Σικελία, διαπίστωσε καθαρά την ύπαρξη ελληνικής γενετικής υπογραφής στην Ανατολική Σικελία, συμβατή με την αρχαία προέλευση από την Εύβοια.[12]

Ο όγδοος αιώνας π.Χ. ήταν ο αιώνας κατά τον οποίο η Εύβοια έφτασε στο απόγειο της ακμής της. Η περίοδος ακμής τερματίστηκε στο τέλος του 8ου αιώνα, όταν ο ανταγωνισμός των δύο ισχυρών κρατών του νησιού οδήγησε στο ξέσπασμα του Ληλάντιου πολέμου. Ο πόλεμος αυτός ήταν ένας από τους πρώτους μεγάλους πολέμους μεταξύ των αρχαιοελληνικών πόλεων και πήρε Πανελλήνιες διαστάσεις. Οι αντιμαχόμενοι Χαλκιδαίοι και Ερετρειείς συμμάχησαν και με άλλες ελληνικές πόλεις. Με τους Χαλκιδαίους συμμάχησαν οι Θεσσαλοί και οι Σάμιοι, ενώ με τους Ερετρειείς οι Μιλήσιοι. Η ημερομηνία αυτού του πολέμου δεν είναι σήμερα γνωστή με ακρίβεια. Τοποθετείται στα τέλη του 8ου αιώνα και στις αρχές του 7ου. Ο πόλεμος ήταν αμφίρροπος και προκάλεσε τεράστιες καταστροφές στις δύο πόλεις. Το αποτέλεσμα του πολέμου ήταν να εξασθενήσουν και οι δύο πόλεις και να περάσουν σε περίοδο παρακμής. Τη θέση τους ως εμπορικές δυνάμεις του αρχαίου κόσμου πήραν η Κόρινθος, τα Μέγαρα, οι πόλεις της Ιωνίας και η Αθήνα.

Στους αιώνες που ακολούθησαν οι Ευβοϊκές πόλεις είχαν εξασθενήσει σε μεγάλο βαθμό, γεγονός που ήταν αποτέλεσμα του Ληλάντιου πολέμου, αλλά και της ανάδειξης νέων εμπορικών δυνάμεων στον ελλαδικό χώρο. Το 490 π.Χ. μάλιστα ο Περσικός στόλος κατέστρεψε την Ερέτρια, η οποία κατά τη διάρκεια της Ιωνικής επανάστασης είχε βοηθήσει τις Ιωνικές πόλεις και την παλιά της σύμμαχο Μίλητο. Την εποχή του Περικλή οι Αθηναίοι απέσπασαν από τη Χαλκίδα την Ιστιαία και εγκατέστησαν στην πόλη Αθηναϊκή φρουρά. Την περίοδο αυτή η Εύβοια ήταν κάτω από τον έλεγχο των Αθηναίων, με τους οποίους συμμάχησε κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο. Στα μέσα του 4ου αιώνα, μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, οι Ευβοείς πέρασαν στον έλεγχο των Μακεδόνων.

Οι Ρωμαίοι εμφανίστηκαν για πρώτη φορά στην Εύβοια την εποχή του Φιλίππου Ε΄, όταν οι ευβοϊκές πόλεις συμμάχησαν μαζί τους κατά τη διάρκεια του Αιτωλικού Πολέμου. Το 192 π.Χ. ο Αντίοχος Γ΄ ο Μέγας κατάφερα να υπερισχύσει των Ρωμαίων στην Εύβοια και τη Βοιωτία, αλλά την επόμενη χρονιά ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Το 146 π.Χ., όταν οι Ρωμαίοι κατέκτησαν την Αχαϊκή Συμπολιτεία, η Χαλκίδα και η Θήβα καταστράφηκαν επειδή είχαν συμμαχήσει εναντίον τους. Το 89 π.Χ. ο Μιθριδάτης ΣΤ΄ Ευπάτωρ κατέλαβε μεγάλο τμήμα της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένης της Εύβοιας, και έδωσε τη Χαλκίδα στον στρατηγό του Αρχέλαο και κατέστη ορμητήριό του, όμως ηττήθηκε από τους Ρωμαίους και υποχώρησε πάλι στη Μικρά Ασία.[13] Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο στην περιοχή της Καρύστου λειτουργούν μεγάλα λατομεία μαρμάρου, τα οποία ανήκαν στον αυτοκράτορα. Το εμπόριο κορυφώθηκε κατά την περίοδο του Αυγούστου, του Αδριανού και του Αντωνίνου και χρησιμοποιήθηκε σε κτίρια σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.[14] Η Αιδηψός γνώρισε περίοδο ακμής κατά τη ρωμαϊκή εποχή λόγω των ιαματικών πηγών της.[13]

Μεσαιωνική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο Αυλωνάρι (10ος αιώνας)

Σε αντίθεση με μεγάλο μέρος της βυζαντινής Ελλάδας, η Εύβοια γλίτωσε τον κύριο όγκο των επιδρομών των βαρβάρων κατά την ύστερη αρχαιότητα και την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, λόγω της σχετικά απομονωμένης θέσης της. Οι Βάνδαλοι επιτέθηκαν στις ακτές της το 466 και το 475, αλλά φαίνεται ότι οι Άβαροι και οι Σλάβοι δεν επιτέθηκαν στο νησί, και μόνο μετά από μια αποτυχημένη αραβική επίθεση στη Χαλκίδα τη δεκαετία του 870 απειλήθηκε ξανά.[15] Έτσι, το νησί διατήρησε μια σχετική ακμή σε όλη την πρώιμη μεσαιωνική περίοδο, όπως μαρτυρούν ευρήματα ψηφιδωτών, εκκλησιών και γλυπτών χρονολογούμενα από τον 7ο αιώνα. Τον 6ο αιώνα, ο Συνέκδημος απαριθμούσε τέσσερις πόλεις του νησιού, την Αιδηψό, τη Χαλκίδα, τον Πορθμό (σημερινό Αλιβέρι) και την Κάρυστο, και μια σειρά από άλλες τοποθεσίες είναι γνωστές ως επισκοπές στους επόμενους αιώνες (Ωρεοί και Αυλών), αν και ο αστικός χαρακτήρας τους είναι ασαφής.[15] Τον 8ο αιώνα, η Εύβοια αποτελούσε ξεχωριστή δημοσιονομική περιφέρεια (διοίκηση), και στη συνέχεια αποτέλεσε μέρος του θέματος της Ελλάδος.[15] Το 1157 όλες οι παραθαλάσσιες πόλεις της Εύβοιας καταστράφηκαν από Σικελικές δυνάμεις,[16] ενώ η Χαλκίδα κάηκε από τους Ενετούς το 1171.[15]

Η Εύβοια άκμασε ξανά μετά την Τέταρτη Σταυροφορία. Στη διχοτόμηση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους μετά το 1204, το νησί δόθηκε ως τιμάριο στον Φλαμανδό ιππότη Ζακ ντ'Αβέν, στη συνέχεια διαιρέθηκε σε τρεις βαρωνίες (υπό τους Τριτημόριους της Εύβοιας), με έδρα τους Ωρεούς, τη Χαλκίδα και την Κάρυστο, με τη Χαλκίδα να είναι η πρωτεύουσα του νησιού. Οι ηγεμόνες του νησιού περιήλθαν νωρίς κάτω από την επιρροή της Ενετικής Δημοκρατίας, η οποία εξασφάλισε τον έλεγχο του εμπορίου του νησιού στον Πόλεμο της Ευβοϊκής Διαδοχής (1256–1258) και σταδιακά επέκτεινε τον έλεγχό του, έως ότου απέκτησαν πλήρη κυριαρχία μέχρι το 1390. Κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας στο νησί εγκαθιδρύθηκε ένα φεουδαρχικό σύστημα, με τους τοπικούς άρχοντες να κτίζουν στις εύφορες περιοχές του νησιού πύργους, που δρούσαν ως διοικητικά κέντρα και κατοικίες των αρχόντων.[17]

Στις 12 Ιουλίου 1470, κατά τη διάρκεια του Βενετοτουρκικού πολέμου του 1463-1479 και μετά από μια παρατεταμένη και αιματηρή πολιορκία, η καλά οχυρωμένη πόλη Νεγροπόντε (Χαλκίδα) καταλήφθηκε από τον Μωάμεθ Β΄ και ολόκληρο το νησί έπεσε στην κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο δόγης Φραντσέσκο Μοροζίνι πολιόρκησε την πόλη το 1688, αλλά αναγκάστηκε να αποσυρθεί μετά από τρεις μήνες.[18] Υπό Οθωμανική κυριαρχία, η Χαλκίδα (Εύριπος) ήταν η έδρα ενός σαντζακιού που περιελάμβανε επίσης μεγάλο μέρος της ηπειρωτικής Ελλάδας. Οι Οθωμανοί διατήρησαν κάτω από τον έλεγχό τους μέχρι τη δημιουργία του πρώτου ανεξάρτητου ελληνικού κράτους (1830) ελέγχοντας ταυτόχρονα την πλειοψηφία των πιο εύφορων πεδινών εκτάσεων, αν και μειοψηφία του πληθυσμού συγκριτικά με τους χριστιανούς.[19]

Η Εύβοια συμμετείχε στην Επανάσταση του 1821, με επικεφαλής τους Αγγελή Γοβιό, τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Φαβιέρο. Η επανάσταση ξεκίνησε στην Ιστιαία στις 8 Μαΐου 1821 και ακολούθησαν η Κύμη, η Λίμνη και τα Στύρα. Έγινε ανεπιτυχής προσπάθεια να καταληφθεί η Χαλκίδα και η Κάρυστος το 1822 και ξανά το 1823 και οι Οθωμανοί κατάφεραν να καταστείλουν την επανάσταση στο νησί το 1824. Με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου η Εύβοια εντάχθηκε στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος αλλά οι Τούρκοι παρέμειναν στο νησί μέχρι το 1833 λέγοντας ότι δεν τους έχουν καταβληθεί οικονομικές αποζημιώσεις.[20]

Την εποχή του Όθωνα σχεδιάστηκαν νέες πόλεις, όπως τα Νέα Ψαρά (Ερέτρια) και η Κάρυστος και συντάχθηκε το πολεοδομικό σχέδιο της Χαλκίδας. Αρχίζει η αστικοποίηση του νησιού και στα τέλη του 19ου αιώνα δημιουργούνται στη Χαλκίδα βιομηχανίες. Στα πλαίσια της ανάπτυξης της πόλης κατεδαφίστηκαν οι οχυρώσεις της. Μετά την ανταλλαγή πληθυσμών στο νησί εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, δημιουργώντας τους οικισμούς Νέα Αρτάκη και Νέα Λάμψακος.[21]

Το νησί της Εύβοιας μαζί με τη Σκύρο, ένα τμήμα της βοιωτικής ακτής και τις γύρω νησίδες αποτελούν διοικητικά την περιφερειακή ενότητα Ευβοίας, που ανήκει στην Περιφέρεια Στερεάς Ελλάδας. Η περιφερειακή ενότητα Ευβοίας έχει έκταση 4.167 τ.χλμ. και πληθυσμό 210.815 κατοίκους, σύμφωνα με την απογραφή του 2011.

Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός της Εύβοιας έφτανε τα 198.130 άτομα, κάνοντας την το δεύτερο πολυπληθέστερο νησί της Ελλάδας. Οι κάτοικοι της Εύβοιας μοιράζονται μια πολιτιστική ταυτότητα παρόμοια με αυτή της Στερεάς Ελλάδας και μιλούν μια νότια διάλεκτο της ελληνικής γλώσσας. Στο νότιο μέρος του νησιού υπάρχουν κοινότητες Αρβανιτών, με την περιοχή νότια του Αλιβερίου να είναι το βόρειο όριο της παρουσίας τους στην Εύβοια. Σαρακατσάνοι και Βλάχοι ζουν κατά κύριο λόγο στις ορεινές περιοχές της κεντρικής και βόρειας Εύβοιας αντίστοιχα, αλλά πλέον έχουν εγκαταλείψει το νομαδικό τρόπο ζωής και έχουν εγκατασταθεί μόνιμα σε πόλεις και χωριά σε όλο το νησί.

Η αγροτική παραγωγή της Εύβοιας περιλαμβάνει το ελαιόλαδο και τις ελιές, με τις κονσερβολιές Ροβιών να έχουν αναγνωριστεί ως προϊόν ΠΟΠ, το μέλι από πεύκο, έλατο και αρωματικά φυτά, αμπέλια από τα οποία παράγεται κρασί και τσίπουρο, αποξηραμένα σύκα (τα αποξηραμένα σύκα Κύμης έχουν αναγνωριστεί ως προϊόν ΠΟΠ). Επιπλέον καλλιεργούνται οπωροκηπευτικά, δημητριακά, όσπρια, ξηροί καρποί όπως αμύγδαλα, καρύδια και κάστανα και φρούτα όπως τα κεράσια. Η κτηνοτροφική παραγωγή περιλαμβάνει την εκτροφή αιγοπροβάτων, γουρουνιών και πουλερικών. Παράγονται επίσης γαλακτοκομικά προϊόντα, όπως τυρί (τουλουμοτύρι, φέτα, μυζήθρα) και γιαούρτι.[22] Στις ακτές της Εύβοιας λειτουργούν ιχθυοκαλλιέργειες (31 πλωτές μονάδες[23]), όπου εκτρέφονται ψάρια όπως η τσιπούρα, το λαβράκι και η πέστροφα, και επίσης στις παραθαλάσσιες περιοχές είναι διαδεδομένη και η αλιεία. Ο αλιευτικός στόλος της Εύβοιας όσον αφορά το 2014 αποτελούσε το 6% του συνολικού αλιευτικού στόλου της Ελλάδας.[22]

Η Εύβοια αποτελεί επίσης σημαντικό τουριστικό προορισμό και λόγω του μεγέθους του έχει μεγάλο αριθμό παραλιών και ποικιλία τοπίων. Βρίσκεται κοντά στην Αθήνα και είναι προσβάσιμη τόσο με δια θαλάσσης όσο και οδικώς. Διαθέτει αρχαιολογικούς χώρους, όπως η Χαλκίδα και η Ερέτρια και τα δρακόσπιτα του όρους Όχη, μουσεία, φυσιολατρικούς προορισμούς όπως φαράγγια, βουνά και υγροβιότοπους, θρησκευτικά αξιοθέατα όπως τον προσκηνυματικό ναό του αγίου Ιωάννη του Ρώσου και τις ιαματικές πηγές στα Λουτρά Αιδηψού.[22]

Στη νότια Εύβοια υπάρχουν λατομεία στα οποία παράγεται μάρμαρο και σχιστόπλακες. Το μάρμαρο Καρύστου είναι γνωστό και ως σιπολίνο, με πρασινογκρί χρώμα, και χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα κατά τη ρωμαϊκή εποχή σε πολλά μνημεία.[24] Στην Εύβοια βρίσκονται επίσης σημαντικά κοιτάσματα μαγνησίτη (λευκόλιθος), με λατομείο να λειτουργεί στο Μαντούδι.[25] Εργοστάσιο τσιμέντου λειτουργεί στο Μηλάκι από το 1982.[26] Στο παρελθόν λειτουργούσε εργοστάσιο παραγωγής τσιμέντου και στη Χαλκίδα.[27] Η ΛΑΡΚΟ διαθέτει πέντε ανοικτά ορυχεία στην Εύβοια για εκμετάλλευση των κοιτασμάτων νικελίου.[28] Στο Αλιβέρι λειτουργούσε λιγνιτωρυχείο το οποίο τροφοδοτούσε εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρισμού, όμως πλέον λειτουργεί νέα μονάδα που χρησιμοποιεί φυσικό αέριο.[29]

  1. Σταματελάτος, Μιχαήλ· Βάμβα-Σταματελάτου, Φωτεινή (2006). Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας. Αθήνα: Ερμής. σελ. 233. ISBN 9603201332. 
  2. 2,0 2,1 Σταματελάτος, Μιχαήλ· Βάμβα-Σταματελάτου, Φωτεινή (2006). Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας. Αθήνα: Ερμής. σελ. 232. ISBN 9603201332. 
  3. Σταματελάτος, Μιχαήλ· Βάμβα-Σταματελάτου, Φωτεινή (2006). Γεωγραφικό Λεξικό της Ελλάδας. Αθήνα: Ερμής. σελ. 433. ISBN 9603201332. 
  4. Theodorou, G.; Athanassiou, A.; Roussiakis, S.; Iliopoulos, G. (2003-01-01). «Preliminary remarks on the Late Miocene herbivores of Kerassiá (Northern Euboea, Greece)» (στα αγγλικά). Deinsea 10 (1): 519–530. ISSN 2468-8983. https://natuurtijdschriften.nl/pub/538734. 
  5. Kanellopoulos, Christos; Xenakis, Markos; Vakalopoulos, Panagiotis; Kranis, Haralambos; Christopoulou, Maria; Vougioukalakis, George (2020-09). «Seawater-dominated, tectonically controlled and volcanic related geothermal systems: the case of the geothermal area in the northwest of the island of Euboea (Evia), Greece» (στα αγγλικά). International Journal of Earth Sciences 109 (6): 2081–2112. doi:10.1007/s00531-020-01889-7. ISSN 1437-3254. https://link.springer.com/10.1007/s00531-020-01889-7. 
  6. Barbieri, M.; Castorina, F.; Masi, U.; Tucci, P.; Azzaro, E.; Κυριακόπουλος, Κ.; Μαγγανάς, Ανδρέας Κ.; Μπαλτατζής, Εμμανουήλ Γ. και άλλοι. (1998). «Elemental and Sr - Nd isotopic evidence for the origin and geodynamic significance of volcanic rocks from oxylithos ( central Euboea, Greece)». Δελτίον της Ελληνικής Γεωλογικής Εταιρίας 32 (3): 251-258. http://geolib.geo.auth.gr/digeo/index.php/bgsg/article/view/1919. 
  7. 7,0 7,1 7,2 7,3 7,4 Βαγγέλης Νικολόπουλος (2015). «H προϊστορική εποχή της Εύβοιας». Αρχαιολογικές συμβολές. Τόμος Γ: Βοιωτία και Εύβοια. Αθήνα: Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης. σελίδες 165–184. ISBN 978-618-5060-10-7. 
  8. Σαραντέα-Mίχα, Εύη (Μάρτιος 1992). «Παλαιολιθικά λατομεία-Εργαλεία στη Νέα Αρτάκη Ευβοίας». Αρχαιολογία 42: 12-19. https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/42-21.pdf. 
  9. Sackett, L. H.; Hankey, V.; Howell, R. J.; Jacobsen, T. W.; Popham, M. R. (1966). «Prehistoric Euboea: Contributions toward a Survey». The Annual of the British School at Athens 61: 33–112. ISSN 0068-2454. https://www.jstor.org/stable/30103163. 
  10. Οἳ δ' Εὔβοιαν ἔχον μένεα πνείοντες Ἄβαντες Χαλκίδα τ' Εἰρέτριάν τε πολυστάφυλόν θ' Ἱστίαιαν Κήρινθόν τ' ἔφαλον Δίου τ' αἰπὺ πτολίεθρον, οἵ τε Κάρυστον ἔχον ἠδ' οἳ Στύρα ναιετάασκον Ομήρου Ιλιάδα, Ραψωδία Β΄
  11. Αρχαία ελληνικά αλφάβητα Αρχειοθετήθηκε 2009-02-27 στο Wayback Machine. (Αγγλικά)
  12. Tofanelli,Sergio et. al., The Greeks in the West: genetic signatures of the Hellenic colonisation in southern Italy and Sicily, Eur J Hum Genet (2016) 24, 429–436.
  13. 13,0 13,1 Καραπασχαλίδου, Αμαλία (Μάρτιος 1992). «Το νησί της Eύβοιας την εποχή της Ρωμαιοκρατίας». Αρχαιολογία 42: 60-61. https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/42-11.pdf. 
  14. Chidiroglou, M. (2010). «Karystian Marble Trade in the Roman Mediterranean Region. An overview of old and new data». Στο: Di Giuseppe H., Dalla Riva M. Meetings between cultures in the ancient Mediterranean, XVII International Congress of Classical Archaeology, Rome, 22-26 Sept. 2008. Bollettino di Archeologia on line I. σελίδες 48–56. 
  15. 15,0 15,1 15,2 15,3 Gregory, Timothy E.; Ševčenko, Nancy Patterson (1991). «Euboea». Στο: Kazhdan, Alexander, επιμ. The Oxford Dictionary of Byzantium. Oxford and New York: Oxford University Press, σσ. 736–737. ISBN 978-0-19-504652-6. 
  16. Norwich, John Julius. Byzantium: The Decline and Fall (New York: Alfred A. Knopf, 1996) p. 116
  17. Loizou, Chrystalla (2017). The medieval towers of Euboea: their dimension as domestic and landscape phenomena. Norwegian Institute at Athens. ISBN 978-960-85145-6-0. https://bora.uib.no/bora-xmlui/handle/1956/24209. 
  18. Tozer 1911, σελ. 867.
  19. Μπουρνόβα, Ευγενία (1999). Εισαγωγή στη Νεοελληνική Οικονομική Ιστορία (18ος-20ος αιώνας). ΑΘΗΝΑ: τυπωθήτω ΓΙΩΡΓΟΣ ΔΑΡΔΑΝΟΣ. σελ. 47. 
  20. Κουμανούδης, Ιωάννης (Μάρτιος 1992). «Πληροφορίες για τη νεοκλασική αρχιτεκτονική της Eύβοιας». Αρχαιολογία 42: 82. https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/42-15.pdf. 
  21. Καλλιγάς, Πέτρος (Μάρτιος 1992). «Η Iστορία της Eύβοιας». Αρχαιολογία 42: 10. https://www.archaiologia.gr/wp-content/uploads/2011/06/42-1.pdf. 
  22. 22,0 22,1 22,2 «Εύβοια». 2014-11-10. Επιμελητήριο Εύβοιας. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 19 Μαΐου 2022. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  23. «Μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας στη περιοχή της Στερεάς Ελλάδας» (PDF). Αποκεντρωμένη Διοίκηση Θεσσαλίας - Στερεάς Ελλάδας. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  24. «Tα μάρμαρα της Καρυστίας και της Νότιας Εύβοιας». ορυκτός πλούτος. 14 Φεβρουαρίου 2018. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  25. «Ο τομέας λευκολίθου στην Ελλάδα». oryktosploutos.net. 8 Νοεμβρίου 2014. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  26. «Εγκαταστάσεις». Όμιλος ΗΡΑΚΛΗΣ, τσιμέντο, σκυρόδεμα και αδρανή. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  27. ««Γιατί αποφασίσαμε να κλείσουμε το εργοστάσιο της ΑΓΕΤ Χαλκίδας»». www.kathimerini.gr. 31 Μαρτίου 2013. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  28. «ΛΑΡΚΟ ΓΜΜ. Α.Ε - Μεταλλείο Έυβοιας». www.larco.gr. Ανακτήθηκε στις 29 Ιουνίου 2022. 
  29. «ΑΗΣ Αλιβερίου: Από το λιγνιτωρυχείο στην πιο σύγχρονη μονάδα φυσικού αερίου της χώρας». tvstar.gr. 28 Φεβρουαρίου 2022. Ανακτήθηκε στις 30 Ιουνίου 2022. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]