[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μέτοικος

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Με τον όρο μέτοικος εννοείτε κατά την αρχαιότητα εκείνος που κατοικούσε στα όρια μιας πόλης-κράτους αλλά δεν καταγόταν από αυτήν. Οι μέτοικοι είχαν συνήθως περιορισμένα ή καθόλου πολιτικά δικαιώματα. Ο όρος είναι κυρίως γνωστός από την αρχαία Αθήνα, την πόλη που συγκέντρωνε τους περισσότερους ξένους λόγω της αίγλης και της οικονομικής ανάπτυξής της.

Πολιτικά δικαιώματα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πολιτικά δικαιώματα στην αρχαία Αθήνα χορηγούνταν μόνο σε ειδικές περιπτώσεις κατά τις οποίες μη πολίτες πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη και μπορούσαν να γίνουν ισοτελείς,[1] αλλά όχι πολίτες.[2] Αυτή ήταν η προστασία του συστήματος, καθώς ο ξένος δεν μπορούσε να συμμετέχει στις αποφάσεις του Δήμου ή να διεκδικήσει κάποιο είδος πολιτικής εξουσίας.

Όσον αφορά στην οικονομική βοήθεια της αθηναϊκής δημοκρατίας προς τους μη πολίτες ήταν μάλλον ανύπαρκτη, καθώς δε δικαιούνταν μισθού. Αντίθετα, υπήρξαν οικονομικές υποχρεώσεις των μετοίκων προς την πόλη, όπως το μετοίκιον,[3] που συγκαταλεγόταν στα επίσημα έσοδα του κράτους ή τα θεωρικά για τους εύπορους μετοίκους.

Ορισμός και πλαίσιο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο νομικός ορισμός του μετοίκου άλλαξε συχνά στην ιστορία του αθηναϊκού πολιτεύματος ανάλογα με μεταρρυθμίσεις στη νομοθεσία πολιτογράφησης. Καθώς το καθεστώς του πολίτη στην αρχαία Αθήνα ήταν παραδοσιακά θέμα καταγωγής και όχι τόπου γέννησης ή διαμονής, ένας μετανάστης και οι απόγονοί του δε γίνονταν ποτέ πολίτες, αν δεν αποφάσιζε η πόλη να τους δώσει αυτό το καθεστώς. Πιστεύεται π.χ. ότι ο Σόλων έδωσε καθεστώς πολίτη σε πολλούς μετοίκους στα πλαίσια των μεταρρυθμίσεών του, που διεύρυναν το πολιτικό σώμα της Αθήνας μετά το 594/3 π.Χ.. Αντίθετα το 451 π.Χ., επί άρχοντος Αντιδότου «διά το πλήθος των πολιτών, Περικλέους ειπόντος, έγνωσαν μη μετέχειν της πόλεως ός ου μη μετέχειν της πόλεως ος μη εξ αμφοίν άστοιν η γεγονώς», γράφει ο Αριστοτέλης, την εποχή κυριαρχίας της δημοκρατικής μερίδας με τον Περικλή στην εκκλησία του δήμου, ψηφίστηκε ο περί νόθων νόμος, που αφαίρεσε τα δικαιώματα του Αθηναίου πολίτη από τους μητρόξενους, όσους δηλ. είχαν μόνο πατέρα αθηναϊκής καταγωγής, και τους κατέστησε μετοίκους διαγράφοντάς τους από τα μητρώα των πολιτών. Τα κίνητρα του Περικλή γι' αυτό το μέτρο είναι πιθανότατα οικονομικά, καθώς την ίδια περίπου εποχή καθιερώθηκαν ημερήσιες αποζημιώσεις (μισθοί) για τους άρχοντες, τους βουλευτές και τους ηλιαστές όταν δίκαζαν. Πρόσβαση σε αυτά τα αξιώματα είχαν την εποχή του Περικλή όλοι οι πολίτες. Ένας άλλος λόγος είναι πιθανόν η εξωτερική πολιτική της Αθήνας αυτή την εποχή, που οδηγούσε στην κυριαρχία της πόλης επί των συμμάχων της και τελικά στη σύγκρουση με τη Σπάρτη. Με το καθεστώς του μετοίκου ζούσαν επίσης απελευθερωμένοι δούλοι, αν επέλεγαν να παραμείνουν στην Αθήνα.

Ο αριθμός των μη πολιτών είναι πρακτικά αδιευκρίνιστος. Οι πόλεις στην κλασική περίοδο ήταν πληθυσμιακά μικρές. Δεν αριθμούσαν στην πλειονότητά τους πάνω από 10.000 πολίτες με εξαίρεση την Αθήνα, η οποία στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της αριθμούσε περίπου 45.000 πολίτες, άτομα δηλαδή που είχαν πολιτικά δικαιώματα.[4] Οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι που αποτελούσαν την πλειοψηφία, στερούνταν πολιτικών δικαιωμάτων. Κατ’ εκτίμησιν, λοιπόν, υπολογίζεται ένα ποσοστό που αγγίζει το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της Αθήνας, αν υποτεθεί ότι στην περίοδο της δημογραφικής ακμής της ο συνολικός πληθυσμός έφθανε τον εκπληκτικό για την εποχή αριθμό των 100.000 περίπου ατόμων.

Οι μέτοικοι συμμετείχαν ενεργά στις στρατιωτικές δραστηριότητες ως στρατιώτες κυρίως σε συνοριακά φυλάκια,[5] όπως επίσης και στους περισσότερους παραγωγικούς τομείς και όσον αφορά στο εμπόριο, ο ρόλος τους υπήρξε κυριαρχικός.[6] Τα μεγάλα δημόσια έργα,[7] οι περισσότερες βιοτεχνίες και αρκετά επαγγέλματα που σχετίζονταν με τις επιστήμες, τις τέχνες, τη φιλοσοφία και τη ρητορική είχαν περιέλθει στα χέρια τους.[8] Για να μη χάσει αυτό το σημαντικό κεφάλαιο η Αθήνα, έδινε στους μετοίκους γενικά τα ίδια δικαιώματα ενώπιον των δικαστηρίων, όπως και στους πολίτες. Ο Αναξαγόρας, ο Δημόκριτος, ο Ιππόδαμος, ο Αριστοτέλης και άλλες σημαντικές φυσιογνωμίες της κλασικής Αθήνας είναι παραδείγματα τέτοιων ανθρώπων που δεν κατείχαν την ιδιότητα του πολίτη, αλλά πρόσφεραν σημαντικές υπηρεσίες στην πόλη.

Βάσει των παραπάνω συνοψίζεται ότι στο πολιτικοοικονομικό σύστημα της Αθήνας υπήρχαν σαφείς διαχωριστικές γραμμές, όσον αφορούσε στα δικαιώματα του πολίτη και του μη-πολίτη. Επίσης, γίνεται αντιληπτό ότι ο πολίτης Αθηναίος είχε την εξουσία και τον έλεγχο του κράτους και των φορέων του, ενώ ο μη-πολίτης ήταν μέλος αυτής της οργανωμένης κοινωνίας με σημαντική προσφορά τουλάχιστον στον οικονομικό τομέα, αλλά ξένος[9] σε εκείνα τα θέματα που αφορούν στα προνόμια του γνήσιου Αθηναίου (πολιτική ιεραρχία, ακίνητη περιουσία, ιερατικά και στρατιωτικά αξιώματα).

  1. Σακελαρίου Μ.Β. 2000, Η αθηναϊκή δημοκρατία2, Ηράκλειο, 138
  2. Οι τραπεζίτες Πασίων ή ο Φορμίων που απέκτησαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα είναι σπάνιες εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν σε ένα τον κανόνα. Βλ. Σακελαρίου, ό.π. 36-37
  3. Το ίδιο 140.
  4. Andrewes 1987, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία2, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, Αθήνα, 104 «Όχι βέβαια ότι στην Αθήνα παρακολουθούσαν ταχτικά τις συνεδρίες της εκκλησίας του δήμου περισσότεροι από ένα μικρό ποσοστό (σε εποχή που μπορεί να υπήρχαν ακόμη και 45 χιλιάδες πολίτες με δικαίωμα ψήφου), ...».
  5. Σακελλαρίου, ό.π., 140.
  6. Σακελλαρίου, ό.π., 139.
  7. Andrewes, ό.π. 206-208.
  8. Andrewes, ό.π. 177.
  9. Σακελαρίου, ό.π. 139
  • Andrewes Α. 1987, Αρχαία Ελληνική Κοινωνία, μτφρ. Α. Παναγόπουλος, Αθήνα.
  • Σακελλαρίου Μ.Β. 2000, Η αθηναϊκή δημοκρατία, Παν. Εκδ. Κρήτης, Ηράκλειο.