[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λιμόζα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λιμόζα
Ενήλικη λιμόζα στο πτέρωμα αναπαραγωγής (διακεκριμένη φωτογραφία)
Ενήλικη λιμόζα στο πτέρωμα αναπαραγωγής (διακεκριμένη φωτογραφία)
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Χαραδριόμορφα (Charadriiformes)
Οικογένεια: Σκολοπακίδες (Scolopacidae) Rafinesque, 1815
Υποοικογένεια: Τρινγκίνες (Tringinae) [1]
Γένος: Λιμόζα (Limosa) Brisson, 1760 F
Είδος: L. limosa
Διώνυμο
Limosa limosa (Λιμόζα η γνησία)
(Linnaeus, 1758)
Υποείδη

Limosa limosa islandica
Limosa limosa limosa
Limosa limosa melanuroides

Η Λιμόζα είναι παρυδάτιο καλοβατικό πτηνό της οικογενείας των Σκολοπακιδών, που απαντά και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Limosa limosa και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος L. l. limosa (Linnaeus, 1758),[1]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Καθοδική ↓ [3]

Ο όρος limosa είναι λατινικός με την ετυμολογία: limosus, -a «λασπώδης, τελματώδης» < limus, -i «λάσπη,τέλμα», με σαφή αναφορά στα ενδιαιτήματα του πτηνού.[4][5] Από τον όρο προέρχεται και ο αντίστοιχος ελληνικός.

Η αγγλική λαϊκή ονομασία του είδους, black-tailed godwit «λιμόζα με μαύρη ουρά», παραπέμπει στον χρωματισμό της ουράς του.

Συστηματική ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο υπό την ονομασία Scolopax Limosa (Σουηδία, 1758). Μεταφέρθηκε στο γένος Limosa από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson 1723 – 1806), το 1760. Συγγενεύει, φυλογενετικά, με το είδος L. haemastica.[5]

Γεωγραφική εξάπλωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Γεωγραφική εξάπλωση του είδους Limosa limosa:
Πράσινο = Επιδημητικό
Κίτρινο = Καλοκαιρινές περιοχές αναπαραγωγής
Μπλε = Περιοχές διαχείμασης

Η λιμόζα είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος του Παλαιού Κόσμου και της Ωκεανίας (οικοζώνες: Παλαιαρκτική, Αφροτροπική, Ινδομαλαϊκή και Αυστραλασιανή), αναπαραγόμενο σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρασίας, ενώ διαχειμάζει στη Ν. Ευρώπη, την Αφρική, τη Ν. Ασία και την Ωκεανία.

Στην Ευρώπη, η λιμόζα έρχεται το καλοκαίρι για να αναπαραχθεί, κυρίως στα κεντρικά, βόρεια και ανατολικά, αλλά μόνον από τις Κάτω Χώρες και ανατολικότερα η ζώνη εξάπλωσης είναι συμπαγής, καθώς στη Σκανδιναβία και στα νότια της ηπείρου καταγράφονται μόνον διάσπαρτοι θύλακες φωλιάσματος. Υπάρχουν και λίγοι μόνιμοι (επιδημητικοί) πληθυσμοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία και τη ΒΑ. Ισπανία. Η περιοχή της Μεσογείου και οι ατλαντικές ακτές της Ιβηρικής αποτελούν αποκλειστικές θέσεις διαχείμασης.

Η Δ. και ΒΚ. Ασία, αποτελούν τη σημαντικότερη καλοκαιρινή ζώνη αναπαραγωγής του είδους, με συμπαγείς πληθυσμούς ανατολικά μέχρι τη Μογγολία και διάσπαρτους αλλά μεγάλους θύλακες στην ΒΑ. Σιβηρία, την Καμτσάτκα και τη Σαχαλίνη. Η Ν. και ΝΑ. Ασία είναι αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης.

Η Αφρική αποτελεί, επίσης, αποκλειστική επικράτεια διαχείμασης, σε τρεις διακριτές περιοχές, μία στα βόρεια και βορειοδυτικά, δεύτερη κατά μήκος του Νείλου και τρίτη στις χώρες βορείως του ισημερινού, από τις ακτές του Ατλαντικού, μέχρι την Ερυθρά Θάλασσα και, νότια, μέχρι τη Ζάμπια και τη Μοζαμβίκη.

Στην Ωκεανία, τέλος, έρχονται να διαχειμάσουν οι ασιατικοί πληθυσμοί που αναπαράγονται βορειότερα, κυρίως στην Αυστραλία, τη Νέα Καληδονία και τη Μελανησία.

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Limosa limosa islandica Ισλανδία, Φερόες, Σέτλαντ και Λοφότεν, Δ και Β Νορβηγία Ιρλανδία, ΝΔ Αγγλία, Κ Γαλλία, Ισπανία, Πορτογαλία Μικρότερο ράμφος και ταρσοί από το 2, με πιο καφεκόκκινο χρώμα στο καλοκαιρινό πτέρωμα, στο κάτω μέρος του σώματος
2 Limosa limosa limosa Υπόλοιπη Σκανδιναβία, Δ και Κ Ευρώπη, Ρωσία, ανατολικά προς λεκάνη του ποταμού Γενισέι Μεσόγειος Θάλασσα, υποσαχάρια Αφρική, ανατολικά προς Μέση Ανατολή και Δ Ινδία
3 Limosa limosa melanuroides Λεκάνη του ποταμού Λένα, ανατολικά προς Βαϊκάλη, Α Μογγολία, ΒΑ Κίνα και απώτατη ΒΑ Ρωσία (Καμτσάτκα, Σαχαλίνη), Β. Ιαπωνία κυρίως Ινδία, Ινδοκίνα, Ταϊβάν και Φιλιππίνες, ανατολικά/νοτιοανατολικά προς Ινδονησία, Νέα Γουινέα, Αυστραλία, Μελανησία, ;Νέα Ζηλανδία; Παρόμοιο με το 1, αλλά σαφώς μικρότερο σε μέγεθος

Πηγές:[6][7][8]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λιμόζα είναι πλήρως μεταναστευτικό είδος μεγάλων αποστάσεων, ερχόμενη στην ευρωπαϊκή και ασιατική επικράτεια τα καλοκαίρια για να αναπαραχθεί, ενώ διαχειμάζει στη νότια Ευρώπη, την αφρικανική ήπειρο και σε μεγάλες επικράτειες της Ν. και. ΝΑ Ασίας και της Ωκεανίας. Ωστόσο, υπάρχουν και λίγοι επιδημητικοί πληθυσμοί στην Αγγλία, τη Γαλλία και την Ισπανία.

Ουσιαστικά, είδος του γλυκού νερού και των εκβολών ποταμών, η λιμόζα πραγματοποιεί μεγάλα μεταναστευτικά ταξίδια σε ευρύ μέτωπο (συχνά δια ξηράς) με, σχετικά, λίγους σταθμούς ανάπαυλας. Οι μεταναστεύσεις πραγματοποιούνται, ανάλογα με το γεωγραφικό μήκος, νότια των εδαφών αναπαραγωγής.

Η φθινοπωρινή αποδημία αρχίζει ήδη στα τέλη Ιουνίου, με τον κύριο μεταναστευτικό όγκο να αναχωρεί τον Ιούλιο -πέρασμα από την Ευρώπη από τα μέσα Ιουλίου μέχρι τον Σεπτέμβριο. Η εαρινή επάνοδος στα εδάφη φωλιάσματος αρχίζει από τον Φεβρουάριο. Στη ΒΔ. Ευρώπη, οι αφικνούμενοι πληθυσμοί αυξάνονται συνεχώς κατά τη διάρκεια του Φεβρουαρίου και του Μαρτίου, με τις θέσεις φωλιάσματος να έχουν καταληφθεί από τα μέσα Μαρτίου έως τα μέσα Απριλίου και από τις αρχές Απριλίου μέχρι τις αρχές Μαΐου στα βορειοανατολικά.[9]

Τα πουλιά που δεν αναπαράγονται παραμένουν σε σμήνη, συχνά κοντά στις αποικίες αναπαραγωγής. Από τη στιγμή που οι νεοσσοί πτερώνονται, τα πουλιά αναπαραγωγής αρχίζουν να συγκεντρώνονται σε σμήνη μέχρι 500 άτομα.[10] Κατά τη διάρκεια της φθινοπωρινής μετανάστευσης μπορεί να κουρνιάζουν σε σμήνη δεκάδων χιλιάδων σε αγαπημένες τοποθεσίες,[11] ενώ πολλοί ενήλικες κάνουν στάση στο Β. Μαρόκο, τον Ιούλιο, για να αλλάξουν πτέρωμα. Τεράστια σμήνη μπορούν να παρατηρηθούν σε ορισμένες θέσεις διαχείμασης, ιδιαίτερα στις πλημμυρικές περιοχές της λίμνης Τσαντ, ενώ αλλού (π.χ. Μαρόκο) τα σμήνη είναι σαφώς μικρότερα.[10] Η επιστροφή στις περιοχές αναπαραγωγής γίνεται σε ομάδες των 5-30 ατόμων.[12] Πολλά μονοετή πουλιά παραμένουν στις θέσεις διαχείμασης κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Γροιλανδία και τον Καναδά, το Πουέρτο Ρίκο και τις Παρθένες Νήσους, τις Μαλδίβες και τις Σεϋχέλλες, τη Ναμίμπια, τη Ζιμπάμπουε και τη Νέα Ζηλανδία.[13]

  • Στην Ελλάδα, η λιμόζα απαντά ως μη-κοινός χειμερινός επισκέπτης (Σεπτέμβριος-Μάρτιος), καθώς και κατά τις μεταναστεύσεις.[14][15][16] Από την Κρήτη αναφέρεται ως χειμωνιάτικος επισκέπτης [17] και από την Κύπρο ως όχι πολύ κοινό διαβατικό πτηνό.[18] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).
Τυπικός αναπαραγωγικός οικότοπος της λιμόζας

Το είδος αναπαράγεται σε άνω μεσαία γεωγραφικά πλάτη, τόσο σε ωκεάνιες όσο και ηπειρωτικές επικράτειες, κυρίως σε πεδινές εύκρατες και ψυχρές ζώνες αποφεύγοντας, όμως, τις παγωμένες, άγονες, ορεινές ή βραχώδεις, δασικές ή κατοικημένες περιοχές, και τα κομμάτια των υγροτόπων με υψηλή, πυκνή βλάστηση ή και τη βυθισμένη -εκτός στα πολύ ρηχά νερά. Κατά τις τελευταίες 2 χιλιετίες, ωστόσο, η εκτεταμένη αποψίλωση και οι βοσκότοποι έχουν δημιουργήσει εκτεταμένες νέα ανοικτά ενδιαιτήματα, συχνά σε γεωργικές περιοχές οπότε, αναγκαστικά, μερικά από αυτά αποτελούν πλέον βασικές θέσεις αναπαραγωγής.[9]

Αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην περίοδο αναπαραγωγής, το είδος απαντά κυρίως σε περιοχές με υψηλή χλόη και μαλακό χώμα,[11][12] 1981), μερικές φορές σε αμμώδεις περιοχές. Επίσης, σε βοσκοτόπια βοοειδών, χωράφια με θερισμένα σιτηρά,[12] πεδινά υγρά λιβάδια, χορταριασμένους βάλτους, τυρφώνες υψιπέδων και βαλτότοπους, παρυφές λιμνών και υγρά, χορταριασμένα βυθίσματα σε στέπες.[11] Ειδικά το υποείδος islandica δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση σε τυρφώνες με μεγάλες συστάδες νάνου-σημύδας και έλη, ιδιαίτερα με νερόλακους όπου κυριαρχούν τα Cyperaceae.[11][19] Τα εκτεταμένα αγροτικά ενδιαιτήματα είναι κρίσιμης σημασίας για την αναπαραγωγή του πληθυσμού της Δ. Ευρώπης.[11] Μετά την πτέρωση, οι ενήλικες και τα νεαρά άτομα συχνά μετακινούνται σε δευτερεύοντες οικοτόπους που, περισσότερο, μοιάζουν πολύ με εκείνους της μη-αναπαραγωγικής περιόδου, όπως υγρές θέσεις γύρω από λιμνούλες με ψάρια, αγροκτήματα που υδρεύονται με νερά αποχέτευσης, παλιρροϊκά έλη, λασπώδεις εκτάσεις και λιμνοθάλασσες αλμυρού νερού.[10][20]

Μη-αναπαραγωγική περίοδος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το υποείδος limosa απαντά τον χειμώνα σε ενδιαιτήματα γλυκού νερού, όπως ελώδεις ακτές λιμνών, νερόλακκους, πλημμυρισμένα λιβάδια και αρδευόμενους ορυζώνες. Τα υποείδη islandica και melanuroides, ωστόσο, συχνά απαντούν τον χειμώνα σε υφάλμυρα ενδιαιτήματα,[11] όπως προστατευόμενες εκβολές ποταμών και λιμνοθάλασσες με μεγάλες, παλιρροιακές ελώδεις περιοχές,[12] αμμώδεις παραλίες, αλατούχα έλη και αλίπεδα.[11] Παρά αυτές τις γενικές διαφορές, υπάρχει σημαντική επικάλυψη στα ενδιαιτήματα διαχείμασης μεταξύ των συμπατρικών πληθυσμών των υποειδών limosa και islandica.[21] Τα εποχικά πλημμυρισμένα λιβάδια είναι πολύ σημαντικά ενδιαιτήματα για τα πουλιά που ξεχειμωνιάζουν στην Ιρλανδία.[22] Τα πουλιά που περνούν πάνω από τη Ιβηρική, κάνουν στάση σε ορυζώνες.[23]

  • Στην Ελλάδα, η λιμόζα απαντά σε έλη με γλυκό και αλμυρό νερό, λιμνοθάλασσες, παράκτια λασπώδη πλατώματα (ειδικά κοντά στις εκβολές των ποταμών) και αλίπεδα. Στις αρχές της άνοιξης μπορεί να παρατηρηθούν σε ορυζώνες.[24]
Ενήλικη λιμόζα (μη-αναπαραγωγικό πτέρωμα)

Η λιμόζα είναι, σχετικά, μεγάλο και κομψό καλοβατικό πτηνό, με μακρύ ράμφος σε σχετικά μικρό κεφάλι, μακρύ λαιμό και μακριά πόδια, που εμφανίζει εποχικό διμορφισμό. Ο βασικός χρωματισμός του αναπαραγωγικού πτερώματος είναι «θαμπός» ροδοκαστανός, πιο ανοικτός γκρι-καφέ τον χειμώνα. Το κεφάλι και ο λαιμός είναι καφέ-κανελλί και η κάτω επιφάνεια του σώματος λευκωπή. Κατά την πτήση, οι πτέρυγες εμφανίζονται με έντονη λευκή «μπάρα» στο πάνω μέρος και πλατιά λευκή ζώνη στο κάτω, ενώ το, επίσης, λευκό ουροπύγιο κάνει μεγάλη αντίθεση με το σκούρο κάτω μέρος της ράχης και την πλατιά μαύρη ζώνη στην άκρη της ουράς. Κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, το -σχεδόν ολόισιο- ράμφος έχει κιτρινωπή ή πορτοκαλί-ροζ βάση και καφέ άκρη -η βάση του γίνεται ροζ τον χειμώνα. Οι ταρσοί είναι σκούροι γκρι, καφέ ή μαύροι. Το νύχι του μεσαίου δακτύλου είναι επίμηκες, σχεδόν ευθύ και έντονα οδοντωτό.[14]

Τα φύλα είναι παρόμοια, αλλά στο αναπαραγωγικό πτέρωμα, μπορούν να ξεχωρίσουν από την πιο φωτεινή, πιο εκτεταμένη πορτοκαλί περιοχή στο στήθος, τον λαιμό και το κεφάλι του αρσενικού. Επίσης, χωρίς αυτό να είναι διακριτό, τα θηλυκά είναι κατά 5% μεγαλύτερα από τα αρσενικά και έχουν 12-15% μακρύτερο ράμφος, περίπου.[25]

Τον χειμώνα, οι ενήλικες έχουν ομοιόμορφο καφέ-γκρι στήθος και άνω επιφάνεια σώματος, ενώ τα νεαρά άτομα έχουν ωχρή πορτοκαλί απόχρωση στο λαιμό και το στήθος.[26]

Βιομετρικά στοιχεία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Μήκος σώματος μαζί με το ράμφος: (36-) 37 έως 42 (-44) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (63-)70 έως 74 (-82) εκατοστά
  • Μήκος ράμφους: 8 έως 11 εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: 20 έως 23 εκατοστά
  • Μήκος ταρσού: μεγαλύτερο από 6 εκατοστά
  • Βάρος: 240 έως 360 γραμμάρια (εύρος 160-500 γραμμάρια)

(Πηγές:[14][26][27][9][28][29][30][31][32][33][34][35][36])

Η διατροφή της λιμόζας αποτελείται κατά κύρο λόγο από ενήλικα Έντομα (ιδιαίτερα κολεόπτερα και τις προνύμφες τους, Δακτυλιοσκώληκες (Αννελίδες, Πολύχαιτοι, Νηρηίδες), Μαλάκια, Καρκινοειδή, Αράχνες, αλλά και αυγά ψαριών, αβγά και γυρίνους Βατράχων.[11][12] Κατά την περίοδο φωλιάσματος Ακρίδες και άλλα Ορθόπτερα, συχνά, κυριαρχούν στη δίαιτα [12]

Ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα και τη μετανάστευση, τα πουλιά λαμβάνουν και φυτικό υλικό, κυρίως σωροκάρπια, σπέρματα και κόκκους ρυζιού.[10][11] Στις περιοχές διαχείμασης στην Πορτογαλία, το δίθυρο Scrobicularia plana αποτελεί πιθανότατα την κύρια πηγή τροφής του είδους,[37] ενώ στο Σαλίνας της Ισπανίας, τρέφεται κυρίως με προνύμφες κουνουπιών Chironomidae.[38]

Κατά την πτήση, το λευκό ουροπύγιο της λιμόζας αποτελεί ασφαλές διαγνωστικό στοιχείο

Στο νερό, η πιο συνηθισμένη μέθοδος σίτισης είναι η δυναμική «εμβάπτιση» του ράμφους, μέχρι 36 φορές ανά λεπτό, και συχνά με το κεφάλι εντελώς βυθισμένο. Στην ξηρά, οι λιμόζες κάνουν το ίδιο σε μαλακό έδαφος, αλλά και για να συλλάβουν τη λεία από την επιφάνειά του.[39]

Τα ζευγάρια σχηματίζονται στα εδάφη αναπαραγωγής και μόνον σε μικρό ποσοστό πριν την άφιξη. Καταφθάνουν σε μικρά σμήνη των 5-30 ατόμων και γρήγορα διασκορπίζονται.[40] Οι λιμόζες είναι, ως επί το πλείστον, μονογαμικές και, παρά το γεγονός ότι, δεν είχε καταγραφεί διγαμία σε μια μελέτη διάρκειας τεσσάρων ετών σε 50-60 ζεύγη, αυτή θεωρήθηκε «μάλλον συχνή».[39] Άλλη μελέτη του ισλανδικού πληθυσμού έδειξε ότι, παρόλο που περνούν τον χειμώνα ξεχωριστά, τα ζευγάρια επανασυνδέονται στις θέσεις αναπαραγωγής τους, μέσα σε τρεις ημέρες, κατά μέσον όρο. Όμως, εάν ένας εταίρος δεν φθάσει στην ώρα του, τότε εμφανίζεται «διαζύγιο».[41] Τα αζευγάρωτα αρσενικά υπερασπίζονται τον ζωτικό τους χώρο και εκτελούν πτήσεις ερωτοτροπίας για να προσελκύσουν έναν σύντροφο.

Οι λιμόζες αναπαράγονται από τα τέλη Απριλίου στις νότιες επικράτειες, μέχρι τα μέσα Ιουνίου στις πολύ βόρειες επικράτειες,[42] κατά μικρές, πολύ χαλαρές ομάδες των 3 ζευγαριών ανά εκτάριο.[19] Τα ζευγάρια εμφανίζουν υψηλό βαθμό πιστότητας [11] και μικρό βαθμό φιλοπατρίας.[43] Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ σε κάθε αναπαραγωγική περίοδο.[42]

Στις προτιμώμενες θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι λιμόζες φωλιάζουν σε ανοικτές θέσεις κοντά στο νερό, σε χλοερά λιβάδια ή βάλτους, σπανιότερα σε ερεικώνες, αμμοθίνες ή τοποθεσίες με ιτιές.[44] Η φωλιά τοποθετείται επί του εδάφους ανάμεσα στην κοντή, συχνά δαψιλή βλάστηση.[10][11][12] Δεν είναι παρά ένα βαθούλωμα 12-15 εκ. σε διάμετρο, με επένδυση από παχύ στρώμα βλαστών, φύλλων ή άλλης διαθέσιμης βλάστησης.[10]

Η γέννα αποτελείται από (3-) 4 (-5) υποελλειπτικά, οβάλ ή απιόμορφα αβγά, διαστάσεων 54,7 Χ 37,3 χιλιοστών [42] και βάρους 39 γραμμαρίων, εκ των οποίων ποσοστό 6% είναι κέλυφος.[45] Η εναπόθεση των αβγών πραγματοποιείται ανά 1-2 ημέρες και η επώαση αρχίζει μετά την εναπόθεση του 3ου -ή 4ου- αβγού. Πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 22-24 ημέρες. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφυγοι, γεννιούνται με χνούδι και εγκαταλείπουν τη φωλιά, αμέσως μόλις αυτό στεγνώσει. Επιτηρούνται και από τους δύο γονείς, ενώ πτερώνονται στις 25-30 ημέρες, περίπου.[45] Οι λιμόζες αρχίζουν να αναπαράγονται μετά το 2ο έτος της ζωής τους.[46]

Η απώλεια των ενδιαιτημάτων ωοτοκίας, λόγω αποστράγγισης των υγροτόπων και της εντατικοποίησης της γεωργίας, αποτελούν τις πιο σημαντικές απειλές για το είδος.[47] Διάφορες άλλες επιβλαβείς δραστηριότητες είναι η μετατροπή των υγρών λιβαδιών σε καλλιεργήσιμη γη, η αυξημένη λίπανση και αποστράγγιση των λειμώνων, οι τεχνητές πλημμύρες που προκαλούνται στα ενδιαιτήματα φωλιάσματος, ο ολοένα πρωιμότερος και πιο συχνός θερισμός -καθώς οι αγρότες τείνουν να προσαρμοστούν στην κλιματική αλλαγή-, η εαρινή καύση των σπαρτών, η υπερβλάστηση από θάμνους, η συνεχής ανάκτηση γης από επιχειρήσεις και εργολάβους, η κατασκευή δρόμων και πάρκων, ακόμη και η όχληση από πεζοπόρους.[20][22][48][49][50][51][52]

Η αύξηση των πληθυσμών των αρπακτικών, σε αφύσικα ενδεχομένως επίπεδα, αποτελεί σημαντική αιτία θνησιμότητας στις Κάτω Χώρες, που επιδεινώθηκε από τη μείωση της βλάστησης -λόγω της εντατικής γεωργίας- που χρησιοποιείται για την κάλυψη των πουλιών.[53] Στα εντατικά βοσκημένα λιβάδια, το ποδοπάτημα των φωλιών είναι σοβαρή απειλή, καθώς και η στροφή προς τις μονοκαλλιέργειες, που μειώνει τους πληθυσμούς των διαθεσίμων εντόμων, με τα οποία τρέφεται το είδος.[50] Ο κατακερματισμός, επίσης, των ενδιαιτημάτων μπορεί να προκαλέσει ιδιαίτερα προβλήματα, επειδή το είδος φωλιάζει σε διάσπαρτες αποικίες και υπο-αποικίες για να προστατεύεται από τυχόν θηρευτές. Η σχεδιαζόμενη ανάπτυξη ενός νέου αεροδρομίου κοντά στη Λισαβόνα είναι πιθανό να έχει αρνητικές επιπτώσεις σε μια πολύ σημαντική περιοχή για τα μεταναστευτικά πουλιά.[54][55]

Η φωλιά της λιμόζας, επειδή κατασκευάζεται μέσα σε λιβάδια που βόσκονται, πολλές φορές ποδοπατείται από διάφορα βοοειδή

Το κυνήγι υπήρξε ανέκαθεν σημαντική απειλή, ιδιαίτερα στη Γαλλία, παρόλο που η χώρα είχε ακολουθήσει την υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση στην εφαρμογή πενταετούς απαγόρευσης που, όμως, έληξε το 2013.[56] Εκτός ΕΕ, όπως για παράδειγμα στις αφρικανικές περιοχές διαχείμασης, το κυνήγι εξακολουθεί να υφίσταται, αλλά ο βαθμός και οι επιπτώσεις του παραμένουν άγνωστα. Η ρύπανση του νερού πιθανόν να αποτελεί πρόβλημα σε τμήματα του φάσματος κατανομής του είδους,[57] όπως και η ξηρασία στις θέσεις διαχείμασης της Δ. Αφρικής, που μπορεί να έχει αρνητικές επιπτώσεις στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς.[20] Οι υγρότοποι αποστραγγίζονται εκτενώς στη συγκκριμένη περιοχή, για την παραγωγή ενέργειας, την αποθήκευση νερού και τη γεωργία.[54]

Οι ισλανδικοί πληθυσμοί είναι δυνατόν να εκτεθεί σε κίνδυνο από την πολιτική της ισλανδικής κυβέρνησης να ενθαρρύνει την αποψίλωση των οικοτόπων στα πεδινά, όπου αναπαράγονται τα πουλιά.[58] Οι κίνδυνοι κατά τη μετανάστευση περιλαμβάνουν τη ρύπανση, την ανθρώπινη όχληση, την ανάκτηση γης των ενδιαιτημάτων για εγκατάσταση εργοστασίων παραγωγής ενέργειας από ύδατα παλιρροιών, τις λίμνες υδατοκαλλιέργειας, τη μετατροπή της γης για τη γεωργία, την αστική επέκταση και εντατικοποίηση της γεωργίας σε ορυζώνες. Διάφορα επιγενή φυτά μπορούν, επίσης, να υπερισχύσουν σε διάφορα χειμερινά ενδιαιτήματα στην Αυστραλία.[59] Η κλιματική αλλαγή μπορεί να έχει επιπτώσεις.[50] Τα νεαρά άτομα επιλέγουν κατάλληλους τόπους διαχείμασης όπως, επίσης, και καλές τοποθεσίες αναπαραγωγής,[60] ως εκ τούτου, η διατήρηση υψηλής ποιότητας θέσεων διαχείμασης είναι ζωτικής σημασίας για την αύξηση της παραγωγικότητας στις θέσεις αναπαραγωγής και την επιβράδυνση του ρυθμού πτώσης των πληθυσμών. Υπάρχει αξιοσημείωτη μείωση στην πυκνότητα των πτηνών αναπαραγωγής, κοντά σε δρόμους, ιδιαίτερα εκείνους με αυξημένη κίνηση οχημάτων.[61][62]

Κατάσταση πληθυσμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπήρξαν μεγάλες και καλά τεκμηριωμένες μειώσεις στην ηπειρωτική Ευρώπη, π.χ. στις Κάτω Χώρες, όπου ο πληθυσμός έχει μειωθεί δραματικά από 120,000-135,000 ζεύγη το 1969 και 85,000-100,000 ζεύγη την περίοδο 1989-1991, σε μόλις 46,000-62,000 το 2009.[20][50][63][64][65] Επίσης, υπάρχουν μειώσεις και στους αυστραλιανούς πληθυσμούς διαχείμασης,[66] που αντιπροσωπεύουν το 50%, περίπου, του παγκόσμιου διαχειμάζοντος πληθυσμού.[67] Ωστόσο, στην Κ. Ασία, ο αναπαραγωγικός πληθυσμός φαίνεται να είναι σταθερός ή κυμαινόμενος,[68] ενώ στην Ισλανδία οι αριθμοί αυξάνονται, αν και, με 50.000-75.000 άτομα, περίπου, ο συγκεκριμένος υποπληθυσμός αποτελεί μόνο μικρό μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού.[54][69] Ομοίως, στη Δ. Αφρική, υπήρξαν αξιοσημείωτες μειώσεις σε ορισμένες χώρες (π.χ. Σενεγάλη και Μαρόκο), ενώ οι τάσεις αλλού (Μάλι, Τσαντ και B. Καμερούν) παρέμειναν σταθερές.[70] Πρόσφατη ανάλυση με βάση την υπάρχουσα βιβλιογραφία, τα στοιχεία των ερευνών και τις απόψεις των εμπειρογνωμόνων από όλη την γκάμα των υποειδών δείχνει ότι, σε γενικές γραμμές, ο παγκόσμιος πληθυσμός ενδέχεται να έχει μειωθεί σε ποσοστό που πλησιάζει το 30% σε 15 χρόνια, που μεσολάβησαν μέχρι το 2005.[71]

Γι’ αυτούς τους λόγους, το είδος κατατάσσεται από την IUCN ως, Σχεδόν Απειλούμενο (ΝΤ),[3]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη διαθέτουν η Ολλανδία, η Ρωσία, η Ισλανδία, η Ουκρανία και η Λευκορωσία.[72]

Κατάσταση στην Ελλάδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η λιμόζα είναι αρκετά διαδεδομένη κατά τις μεταναστεύσεις -ιδιαίτερα την εαρινή-, αλλά σπάνια παραμένει για διαχείμαση στη χώρα. Ωστόσο, τα πουλιά προτιμούν κάποιους υγροτόπους περισσότερο από άλλους, κυρίως στη Δ. Ελλάδα, Μακεδονία και Θράκη.[73]

Η εαρινή έλευση αρχίζει από τα τέλη Φεβρουαρίου και κορυφώνεται στα τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου, με τα τελευταία άτομα να παρατηρούνται στις αρχές ή μέσα Μαΐου. Το φθινοπωρινό πέρασμα, μικρότερο σε όγκο, αρχίζει ήδη από τις αρχές Αυγούστου με κορύφωση στα τέλη Αυγούστου και τις αρχές Σεπτεμβρίου.[74] Πάντως, τα στοιχεία για το είδος εξακολουθούν να παραμένουν ελλιπή (ΝΕ).[75]

Στον ελλαδικό χώρο η Λιμόζα απαντά και με τις ονομασίες Αιγοκέφαλος, Λασποπούλι, Οχθοτούρλι, Χηβάδι (Κρήτη),[76] Μαυρο-ουροτούρλι [14] και Βαλτομπεκάτσα (Κύπρος).[77]

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard & Moore, p. 140
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=176691
  3. 3,0 3,1 http://www.iucnredlist.org/details/full/22693150/0
  4. ΠΛΜ, 38:470
  5. 5,0 5,1 http://www.hbw.com/species/black-tailed-godwit-limosa-limosa
  6. Howard and Moore, p. 140
  7. http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22693150
  8. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Ιουλίου 2015. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015. 
  9. 9,0 9,1 9,2 planetofbirds.com
  10. 10,0 10,1 10,2 10,3 10,4 10,5 Cramp et al
  11. 11,00 11,01 11,02 11,03 11,04 11,05 11,06 11,07 11,08 11,09 11,10 del Hoyo et al
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 12,5 12,6 Johnsgard
  13. http://www.iucnredlist.org/details/22693150/0
  14. 14,0 14,1 14,2 14,3 Όντρια, σ. 112
  15. RDB, σ.154
  16. ΣΠΕΕ, σ. 94, 101, 255
  17. Σφήκας, σ. 46
  18. Σφήκας, σ. 54
  19. 19,0 19,1 Gunnarsson et al
  20. 20,0 20,1 20,2 20,3 Tucker & Heath
  21. Various, 2007
  22. 22,0 22,1 Hayhow
  23. Lourenço et al
  24. Handrinos & Akriotis, p. 175
  25. Vinicombe
  26. 26,0 26,1 Mullarney et al. p. 158
  27. Grimmett et al, p. 102
  28. Colston & Burton, p. 166-7
  29. Singer, p. 197
  30. Heinzel et al, p. 154
  31. Flegg, p. 122
  32. Perrins, p. 118
  33. Bruun, p. 120
  34. Scott & Forrest, p. 94
  35. http://www.ibercajalav.net
  36. http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob5320.htm
  37. Moreira
  38. Estrella & Masero
  39. 39,0 39,1 BWPi
  40. Colston & Burton, p. 167-8
  41. http://news.bbc.co.uk/2/hi/science/nature/3737646.stm
  42. 42,0 42,1 42,2 Harrison, p. 159
  43. Kruk et al
  44. Harrison, p. 158
  45. 45,0 45,1 http://app.bto.org/birdfacts/results/bob5320.htm
  46. Colston & Burton, p. 168
  47. A. Mischenko in litt. 2007
  48. van Dijk Α. In litt 2005
  49. Mischenko in litt. 2007
  50. 50,0 50,1 50,2 50,3 Oomen
  51. Holm & Laursen
  52. Kleijn et al
  53. Schekkerman et al
  54. 54,0 54,1 54,2 Gill et al
  55. Masero et al
  56. Ι. Burfield in litt. 2008
  57. H. Hötker in litt. 2005
  58. S. Nagy in litt 2005
  59. Garnett et al
  60. Gunnarsson et akl
  61. van der Zande et al
  62. Reijnen et al
  63. BirdLife International 2004a
  64. Τεχνική Έκθεση της ΕΕ για το 2007 19
  65. Höglund et al
  66. S. Garnett in litt. 2005
  67. Watkins
  68. L. Belyalova in litt. 2005
  69. Wetlands International in press.
  70. Lourenço & Piersma
  71. I. Burfield in litt. 2005
  72. «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 5 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2015. 
  73. Handrinos & Akriotis, p. 175-6
  74. Handrinos & Akriotis, p. 176
  75. Χανδρινός Γιώργος (Ι), σ. 329
  76. Απαλοδήμος, σ. 40-1
  77. http://avibase.bsc-eoc.org/
  • Anon. 2008. New action plans for the Black-tailed Godwit and the Eurasian Spoonbill. AEWA Newsletter: 11.
  • Bamford, M.J.; Watkins, D. G.; Bancroft, W.; Tischler, G.; Wahl. J. in prep. Migratory shorebirds of the East Asian-Australasian flyway: population estimates and important sites. Wetlands International.
  • BirdLife International. 2004. Birds in Europe: population estimates, trends and conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • BWPi: The Birds of the Western Palearctic on interactive DVD-ROM, London: BirdGuides Ltd. and Oxford University Press. 2004. ISBN 1-898110-39-5.
  • Cramp, S.; Simmons, K. E. L. 1983. Handbook of the birds of Europe, the Middle East and Africa. The birds of the western Palearctic vol. III: waders to gulls. Oxford University Press, Oxford.
  • del Hoyo, J., Elliott, A., and Sargatal, J. 1996. Handbook of the Birds of the World, vol. 3: Hoatzin to Auks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Dutson, G. 2011. Birds of Melanesia: Bismarcks, Solomons, Vanuatu and New Caledonia. Christopher Helm, London.
  • Estrella, S. M.; Masero, J. A. 2010. Prey and prey size selection by the Near-threatened Black-tailed Godwit foraging in non-tidal areas during migration'. Waterbirds 33(3): 293-299.
  • Garnett, S. T.; Szabo, J. K.; Dutson, G. 2011. The Action Plan for Australian Birds 2010. CSIRO Publishing, Collingwood.
  • Gill, J. A.; Langston, R. H. W.; Alves, J. A.; Atkinson, P. W.; Bocher, P.; Vieria, N. C.; Crockford, N. J.; Gélinaud, G.; Groen, N.; Gunnarsson, T. G.; Hayhow, B.; Hooijmeijer, J.; Kentie, R.; Kleijn, D.; Lourenco, P. M.; Masero, J. A.; Meunier, F. 2007. Contrasting trends in two Black-tailed Godwit populations: a review of causes and recommendations.Wader Study Group Bulletin: 43-50.
  • Gunnarsson, T. G.; Gill, J. A.; Appleton, G. F.; Gíslason, H.; Gardarsson, A.; Watkinson, A. R.; W.J. Sutherland, W. J. 2006. Large-scale habitat associations of birds in lowland Iceland: Implications for conservation. Biological Conservation 128: 265-275.
  • Gunnarsson, T. G.; Gill, J. A.; Newton, J.; Potts, P.M.; Sutherland, W.J. 2005. Seasonal matching of habitat quality and fitness in migratory birds. Proceedings of the Royal Society of London Series B 272: 2319-2323.
  • Hancock, P. 2008. Black-tailed Godwit. In: Hancock, P. (ed.), The status of globally and nationally threatened birds in Botswana, 2008., pp. 25. BirdLife Botswana.
  • Hayhow, B. 2008. Food for the gods. I-Webs News: 2.
  • Höglund, J.; Johansson, T.; Beintema, A.; Schekkerman, H. 2009. Phylogeography of the Black-tailed Godwit Limosa limosa: substructuring revealed by mtDNA control region sequences. Journal of Ornithology 150(1): 45-53.
  • Holm, T. E.; Laursen, K. 2009. Experimental disturbance by walkers affects behaviour and territory density of nesting Black-tailed Godwit Limosa limosa. Ibis 151(1): 77-87.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August, 2015).
  • Johnsgard, P. A. 1981. The plovers, sandpipers and snipes of the world. University of Nebraska Press, Lincoln, U.S.A. and London.
  • Kleijn, D.; Schekkerman, H.; Dimmers, W. J.; Van Kats, R. J.. M.; Melman, D.; Teunissen, W. A. 2010. Adverse effects of agricultural intensification and climate change on breeding habitat quality of Black-tailed Godwits Limosa l. limosa in the Netherlands. Ibis 152: 475-486.
  • Kruk, M., Noordervliet, M.A.W. and Ter Keurs, W.J. 1998. Natal philopatry in the black-tailed godwit Limosa limosa l. and its possible implications for conservation. Ringing and Migration 19(1): 13-16.
  • Li, Z.W.D, A. Bloem, S. Delany, G. Martakis & J.O. Quintero. 2009. Status of Waterbirds in Asia - Results of the Asian Waterbird Census: 1987-2007. Wetlands International, Kuala Lumpur, Malaysia.
  • Lourenço, O. M.; Kentie, R.; Schroeder, J.; Alves, J.A.; Groen, N. M.; Hooijmeijer, J. C. E. W.; Piersma, T. 2010. Phenology, stopover dynamics and population size of migrating Black-tailed Godwits Limosa limosa limosa in Portuguese rice plantations. Ardea 98(1): 35-42.
  • Lourenço, P. M.; Piersma, T. 2008. Changes in the non-breeding distribution of continental Black-tailed Godwits Limosa limosa limosa over 50 years: a synthesis of surveys. Wader Study Group Bulletin 115(2): 91-97.
  • Lourenço, P. M.; Piersma, T. 2008. Stopover ecology of Black-tailed Godwits Limosa limosa limosa in Portugese rice fields: a guide on where to feed in winter. Bird Study55(2): 194-202.
  • Masero, J. A.; Santiago-Queseda, F.; Sámchez-Guzmán, J. M.; Villegas, A.; Abad-Gómez, J. M.; Lopes, R. J.; Encarnação, V.; Corbacho, C.; Morán, R. 2011. Long lengths of stay, large numbers, and trends of the Black-tailed Godwit Limosa limosa in rice fields during spring migration. Bird Conservation International 21(1): 12-24.
  • Moreira, F. 1994. Diet, prey-size selection and intake rates of black-tailed godwits. Ibis136: 349-355.
  • Musters, C.J.M., Kruk, M., De Graaf, H.J. and Ter Keurs, W.J. 2001. Breeding birds as a farm product. Conservation Biology 15(2): 363-369.
  • Oomen, P. 2008. Save the king! Alula 14(1): 22-29.
  • Oosterveld, E. B.; Van Lierop, S.; Sikkema, M. 2009. Use of unfertilised margins on intensively managed grassland by Black-tailed Godwit Limosa limosa and RedshankTringa totanus chicks. Wader Study Group Bulletin 116(2): 69-74.
  • Perennou, C. P.; Mundkur, T.; Scott, D. A. 1994. The Asian Waterfowl Census 1987-1991: distribution and status of Asian waterfowl. IWRB and AWB, Slimbridge and Kuala Lumpur.
  • Reijnen, R., Foppen, R., Meeuwsen, H. 1996. The effects of traffic on the density of breeding birds in Dutch agricultural grasslands. Biological Conservation 75(3): 255-260.
  • Schekkerman, H.; Teunissen, W.; Oosterveld, E. 2009. Mortality of Black-tailed GodwitLimosa limosa and Northern Lapwing Vanellus vanellus chicks in wet grasslands: influence of predation and agriculture. Journal of Ornithology 150(1): 133-145.
  • Stroud, D. A.; Davidson, N. C.; West, R.; Scott, D. A.; Haanstra, L.; Thorup, O.; Ganter, B.; Delany, S. 2004. Status of migratory wader populations in African and Western Eurasia in the 1990s. International Wader Studies 15: 1-259.
  • Triplet, P.; Mahéo, R.; Le Dréan-Quénec'dhu, S. 2007. La Barge à Queue Noire Limosa limosa islandica hivernant en France - Littoral Manche-Atlantique, 1977-2006. Alauda75(4): 389-398.
  • Tucker, G.M. and Heath, M.F. 1994. Birds in Europe: their conservation status. BirdLife International, Cambridge, U.K.
  • Van der Zande, A. N., Ter Keurs, J. & Van der Weijden, W. J. 1980. The impact of roads on the densities of four bird species in an open field habitat -- evidence of a long distance effect. Biol. Conserv. 18: 299-321.
  • Various. 2007. Workshop on the conservation of the Black-tailed Godwit populations of NW Europe [Abstracts]. Wader Study Group Bulletin: 12-16.
  • Verhulst, J., Kleijn, D., Berendse, F. 2007. Direct and indirect effects of the most widely implemented Dutch agri-environment schemes on breeding waders. J. Appl. Ecol. 44: 70–80.
  • Vinicombe Keith. Black-tailed and Bar-tailed Godwits. Articles. Birdwatch magazine.
  • Watkins, D. 1993. A national plan for shorebird conservation in Australia. Australasian Wader Studies Group, Royal Australasian Ornithologists Union and World Wide Fund for Nature, Canberra.
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Jobling, J. 1991. A dictionary of scientific bird names. University Press, Oxford.
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»