[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ακρίδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ακρίδα, υπόταξη Caelifera
Χρονικό πλαίσιο απολιθωμάτων:
Ύστερη Πέρμια - Πρόσφατα
Ακρίδα
Ακρίδα
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Αρθρόποδα (Arthropoda)
Υποσυνομοταξία: Εξάποδα (Hexapoda)
Ομοταξία: Έντομα (Insecta)
Τάξη: Ορθόπτερα (Orthoptera)
Υποτάξη: Caelifera
Υπεροικογένειες
Τα έξι στάδια ανάπτυξης της ακρίδας, από τη νύμφη ως το τέλειο έντομο με ανεπτυγμένες φτερούγες. (στο είδος Melanoplus sanguinipes)

Ο όρος ακρίδα (στον ενικό) χρησιμοποιείται υπό τη στενή βιολογική έννοια μόνο για όλα τα είδη του γένους ακρίδα (Acrida). Το γένος ακρίδα εκπροσωπείται στην Ευρώπη με τέσσερα είδη.[1] Από αυτά συναντούμε μόνο το είδος Acrida ungarica (ακρίδα της Ουγγαρίας) στην Ελλάδα,[2] και την Acrida turrita μόνο στην Κρήτη, αλλά όχι ενδημικά.[3]

Επίσης βιολογικά σωστά λέμε ακρίδες (στον πληθυντικό) όλα τα έντομα της οικογένεια Acrididae. Με την ευρεία έννοια μπορούμε και να ονομάζουμε όλα τα είδη των καιλίφερων (Caelifera, υποτάξη των ορθοπτέρων με κοντές κεραίες) ακρίδες. Τότε τα καιλίφερα (κοιλοφόρα) είναι συνώνυμα με τις «ακρίδες με την ευρεία έννοια». Ο μη ειδικός μπορεί να πει ακρίδα και άλλα ορθόπτερα, που μοιάζουν με ακρίδα. Αυτά κατατάσσονται στα ξιφοφόρα (Ensifera, ορθόπτερα με μακριές κεραίες).

Η διαφορά στις υποτάξεις είναι ότι τα Ξιφοφόρα έχουν λεπτές και πολύ μακριές κεραίες, σε αντίθεση με τις κοντόχοντρες των Κοιλοφόρων. Επίσης, τα Κοιλοφόρα παράγουν ήχο όταν τρίβουν τα πίσω τους πόδια με τις άκρες των εμπρόσθιων φτερούγων τους, ενώ τα Ξιφοφόρα κάνουν τριγμό τρίβοντας τις δύο μπροστινές τους φτερούγες.[4] Μια απαρίθμηση περισσότερων διαφορών γίνεται στο λήμμα ξιφοφόρα.

Τα ημερόβια έντομα έχουν τη δυνατότητα να κάνουν μεγάλα πηδήματα (πηδητικά έντομα). Επίσης, ένα μέρος των ειδών έχει πολύ ανεπτυγμένα όργανα ακοής. Τα θηλυκά είναι συνήθως μεγαλύτερα από τα αρσενικά. Πολλαπλασιάζονται με αυγά και έχουν συνήθως χρώμα πράσινο ή καστανό.

Τα είδη που αλλάζουν το χρώμα τους και τη συμπεριφορά τους και εμφανίζονται κατά σμήνη λέγονται στα αγγλικά locusts. Αυτά ζουν σε μία πρώτη φάση μοναχικά, μετά αλλάζουν χρώμα και ζουν ομαδικά, πετώντας σε μεγάλα σμήνη. Τα συναντούμε σε όλες τις θερμές περιοχές του πλανήτη. Τα αφρικανικά είδη πολλές φορές εισβάλλουν στην Ευρώπη. Προκαλούν μεγάλες καταστροφές στις καλλιέργειες.

Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες (Κέβαν 1982, Γκύντερ, 1980, 1992 και Όττε 1994-1995) υπάρχουν περισσότερα από 2.400 γένη των Κοιλοφόρων και περίπου 11.000 επιβεβαιωμένα είδη ακρίδας. Πολλά είδη δεν έχουν ακόμα περιγραφεί.


Τα ζώα αυτά έχουν παχύ και πλατύ σώμα, με μεγάλο κεφάλι. Εκεί φέρουν δύο κεραίες, οι οποίες είναι συνήθως σχεδόν μικρότερες σε ύψος από το σώμα τους. Στα πλάγια έχουν δυο μεγάλα σύνθετα μάτια και επίσης μασητικά όργανα με ισχυρά σαγόνια. Με αυτά μπορούν να δαγκώνουν σκληρά αντικείμενα. Επίσης στα πλάγια φέρουν ειδικά τυμπανικά όργανα, με τα οποία μπορούν να αντιλαμβάνονται ακόμα και τον μικρότερο θόρυβο. Έχουν τα εμπρόσθια πόδια μικρότερα από τα πίσω και μπορούν να κάνουν μεγάλα άλματα. Τα αρσενικά διαθέτουν στα πίσω πόδια κάποιες προεξοχές στην εσωτερική επιφάνεια των μηρών. Τρίβοντας αυτές τις πτυχώσεις πάνω στις νευρώσεις των φτερών τους ή τρίβοντας τα φτερά μεταξύ τους, παράγουν έναν ήχο (τριγμό), με τον οποίο προσελκύουν τα θηλυκά.

Η αναπνοή τους γίνεται με τραχείες. Το πεπτικό τους σύστημα αποτελείται από το στόμα, τον πρωκτό και το μεσαίο έντερο. Το νευρικό τους σύστημα βασίζεται στα γάγγλια.

Οι θηλυκές ακρίδες κατά το φθινόπωρο γεννούν γύρω στα 150 αυγά. Αποθέτουν τα αυγά ανοίγοντας τρύπες στο έδαφος. Αυτό γίνεται με τους ωοαποθέτες, δύο ζεύγη σκαπτικών οργάνων, τα οποία διαθέτουν μόνο τα θηλυκά στο άκρο της κοιλιάς τους. Ο ωοαποθέτης τους έχει ξιφοειδές σχήμα, εξ ου και η ονομασία Ξιφοφόρα. Τα αυγά προσκολλώνται μεταξύ τους στο έδαφος με μία κολλώδη ουσία που παράγεται από το ζώο. Μετά τη γέννηση των αυγών, οι ακρίδες πεθαίνουν. Τα αβγά εκκολάπτονται την άνοιξη, και οι νεογέννητες ακρίδες, που λεγονται νύμφες, περνανε απο 5 σταδια αναπτυξης μέχρι να ενηλικιωθούν, και αναπτυχθούν τα φτερά τους. Τότε γίνονται τέλεια έντομα, μπορούν να πετάξουν και να σχηματίσουν σμήνη.

Σε πολλά μέρη του κόσμου, οι ακρίδες τρώγονται ως πηγή πρωτεϊνών. Έτσι, στο Μεξικό χρησιμοποιούνται ως μεζές ή για γαρνίρισμα και ονομάζονται τσαπουλίνες. Επίσης σερβίρονται σε σουβλάκια σε εστιατόρια στην Κίνα.[5]

Οι ακρίδες που τρώγονται ωμές χρειάζονται προσοχή, γιατί μπορεί να περιέχουν το σκουλήκι ταινία.[6]

Την άνοιξη, οπότε και αναζητούν τροφή, τα βλαβερά έντομα κινούνται σε μεγάλα σμήνη και προκαλούν τεράστιες καταστροφές στις γεωργικές καλλιέργειες. Είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός τους, που κατά το πέταγμα της ομάδας μπορεί να σκιαστεί και ο ήλιος. Οι ακρίδες πετούν με σχετικά αργό ρυθμό, ωστόσο πέφτουν μαζικά σε καλλιέργειες, κάνοντας έναν χαρακτηριστικό θόρυβο. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα μπορούν να καταστρέψουν ολόκληρη την καλλιέργεια. Στην Αγία Γραφή οι ακρίδες αναφέρονται ως η όγδοη πληγή του Φαραώ. Από επιδρομές ακρίδων, που οδήγησαν στη στέρηση κάθε φυτικής παραγωγής, έχουν χάσει τη ζωή τους από την πείνα, μεγάλοι πληθυσμοί, ιδίως στη Βόρεια Αφρική, από τα προ Χριστού χρόνια ως τα τέλη του 19ου αιώνα. Οι χώρες που υποφέρουν από τα ζώα αυτά έχουν ιδρύσει ειδικά κέντρα για να εντοπίζουν την κατεύθυνση των εντόμων και την προέλευσή τους. Οι μεταναστεύσεις των ακρίδων γίνονται σε ακαθόριστο χρόνο κι έτσι η έλευσή τους δεν μπορεί να προβλεφθεί. Η καταπολέμησή τους γίνεται με ψεκασμό και όργωμα, για να καταστραφούν τα αυγά και οι προνύμφες. Επίσης, για να αποσοβηθεί η μετανάστευση, γίνεται χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων.

Παρατηρήσεις στην εξέλιξη και ταξινομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα καιλίφερα θεωρούνται πιο αρχέγονα από τα ξιφιφόρα. Πιθανώς εξελίχτηκαν από κοινούς προγόνους με τα φασματώδη στην Πέρμια περίοδο. Οι διαίρεση μεταξύ ξιφοφόρων και καιλίφερα θεωρείται πως έγινε στο τέλος της λιθανθρακοφόρου περιόδου. Σύμφωνα με την παραδοσιακή άποψη από τις κοινούς προγόνους εξελίχτηκαν στη μία τα ορθόπτερα με ξιφοφόρα και καιλίφερα, στην άλλη τις δυο τάξεις μαντοφασματώδη και φασματώδη (Πιν. 1). Μερικοί εντομολόγοι όμως υποστηρίζουν πως τα ξιφοφόρα αποσπάστηκαν από όλες τις άλλες ταξινομικές ομάδες των ορθοπτεροειδή, και μόνο αργότερα τα φασματώδη με τα μάντοφασματώδη διαιρούνται από τα καιλίφερα (Πιν. 2).

Παραδοσιακά τα ξιφοφόρα διαιρούνται σε οκτώ υπεροικογένειες. Μια απεικόνιση των πιθανών συγγενικών σχέσεων δίνει Πιν. 3.

Ορθοπτεροειδή
Ορθόπτερα

Ξιφοφόρα
Ensifera



Καιλίφερα
Caelifera

 




Μαντοφασματώδη
Mantophasmatodea



Φασματώδη
Phasmatodea

 

 

(Dictyoptera)

Ορθοπτεροειδή

Ξιφοφόρα
Ensifera




Καιλίφερα
Caelifera




Μαντοφασματώδη
Mantophasmatodea



Φασματώδη
Phasmatodea

 

 

 

(Dictyoptera)

Καιλίφερα
Tridactyloidea

Cylindrachaetidae



Tridactylidae

 




Tetrigoidea

Tetrigidae


Eumastacoidea

Eumastacidae



Proscopiidae

 

 



Pyrgomorphoidea

Pyrgomorphidae



Pneumoroidea

Pneumoridae


Acrioidea

Acrididae



Pamphagidae

 

 

 

 

 

(Caelifera)

Πιν. 1: Εξωτερική συστηματική
α άποψη
Πιν. 2: Εξωτερική συστηματική
β άποψη
Πιν. 3: Εσωτερική συστηματική
σύμφωνα με Gillott

Στον ελληνικό χώρο, το γνωστότερο είδος ακρίδας είναι η ακρίς η αιγυπτιακή. Ωστόσο, επικινδυνότερα θεωρούνται τα είδη που είναι μεταναστευτικά. Τέτοια είναι:

  • μαροκινή ακρίδα: όπως όλες οι μεταναστευτικές ακρίδες, διέρχεται από ένα μεταβατικό στάδιο στα όργανά της προτού μεταναστεύσει. Επίσης, το χρώμα της αλλάζει από πράσινο σε καστανόμαυρο και τα φτερά της γίνονται πιο μεγάλα και δυνατά.
  • λογκούστα. Είναι η κοινή ακρίδα (πρβλ. αγγλ. locust).

Κατά λάθος κατατάσσονται στις ακρίδες

Πολιτιστικές αναφορές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην αρχαία ελληνική μυθολογία, η θεά Ηώς ερωτεύτηκε τον Τιθωνό, πρίγκηπα της Τροίας, γιο του Λαομέδοντα, με τον οποίο απέκτησε τον Μέμνονα και τον Ημαθίωνα. Όταν η Ηώς ζήτησε από τον Δία να κάνει αθάνατο τον εραστή της, λησμόνησε να ζητήσει από τον θεό να δώσει αιώνια νιότη σε αυτόν. Έτσι, ο Τιθωνός γινόταν όλο και μεγαλύτερος, ως ότου η Ηώς τον μεταμόρφωσε σε ακρίδα ή, κατά άλλες πηγές,[7] σε τζίτζικα.

Επίσης, γνωστός είναι και ο μύθος του Αισώπου, που αναφέρεται στο μυρμήγκι και στην ακρίδα. Στον μύθο αυτό το μυρμήγκι εργαζόταν σκληρά και αποθήκευε την τροφή του για τον χειμώνα, ενώ η ακρίδα το περιγελούσε και έπαιζε. Ωστόσο, μόλις ήρθε ο χειμώνας η ακρίδα παρακαλεί το μυρμήγκι να της δώσει στέγη και εκείνο αρνείται. Στο τέλος, το ορθόπτερο έντομο πεθαίνει από την πείνα.

  • Καπετάνιου, Βάνια: «Ακρίδες: Η πληγή της Βίβλου», Περισκόπιο της Επιστήμης, τεύχος 215 (Μάρτιος 1998), σσ. 14-21
  • O'Toole, Christopher (επιμέλ.): Firefly Encyclopedia of Insects and Spiders, 2002, ISBN 1-55297-612-2,
  • Συλλογικό έργο: Νέα Εγκυκλοπαιδεία, εκδ. «Μαλλιάρης-Παιδεία», 2006, τόμος 2, σελ. 129-30.
  • Gillott: Entomology, Third Edition, Springer, ISBN 1-4020-3182-3
  • Grzimek's Animal Life Encyclopedia, Vol. 3, Thomson Gale, ISBN 0-7876-5779-4

Σημειώσεις και παραπομπές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. «Fauna Europaea, ευρωπαϊκά είδη του γένους Acrida». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2012. 
  2. «Fauna Europaea, Διανομή και ταξινόμηση του είδους Acrida ungarica». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2012. 
  3. «Fauna Europaea, Διανομή και ταξινόμηση του είδους Acrida turrita». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 4 Ιουνίου 2015. Ανακτήθηκε στις 3 Μαρτίου 2012. 
  4. Συλλογικό έργο, Εγκυκλοπαίδεια 2002, εκδ. 1983, σελ. 444.
  5. Bizarre Foods with Andrew Zimmern προβλήθηκε στο Travel Channel 27 Απριλίου 2008.
  6. Τηλεοπτική εκπομπή Survivorman, επεισόδιο Sonoran Desert, προβλήθηκε στο Science Channel, την 1η Νοεμβρίου 2006.
  7. Anemi - Digital Library of Modern Greek Studies - Λεξικόν των αρχαίων μυθολογικών, ιστορικών και γεωγραφικών κυρίων ονομάτων : χρησιμεύον ως παράρτημα παντός Ελληνικού λεξικού...

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]