Βιγάτος
Ο βιγάτος, λατιν. bigatus, πληθ. bigati, ήταν αργυρό νόμισμα της Αρχαίας Ρώμης, στον τύπο του δηναρίου με το σχέδιο ενός άρματος (biga) με δύο άλογα στην πίσω όψη. Ξεκίνησε να εμφανίζεται την πρώτη δεκαετία του 2ου αι. ως εναλλακτικό του βικτοριάτου και οι πιο πολλοί νομισματολόγοι πιστεύουν ότι δεν χρησιμοποιήθηκε πριν το 190 π.Χ. Ένας κουαδριγάτος (δηνάριο με τέθριππο άρμα) ήταν ήδη σε χρήση για κάποιο διάστημα, που ονομάστηκε όμοια από την παράσταση του τεθρίππου (quadriga) στην πίσω όψη· στην εμπρόσθια είχε Ιανόμορφη κεφαλή, μάλλον τους διδύμους Διοσκούρους.
Ο κουαδριγάτος ήταν το αντίστοιχο του δίδραχμου της Μεγάλης Ελλάδας και ο βιγάτος το αντίστοιχο της δραχμής. Τα νομίσματα αυτά χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι στις αγορές τους με τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Ο πρώτος βιγάτος παρίστανε τη θεά Σελήνη με άρμα δύο ίππων. Συνέχισε να χρησιμοποιείται μαζί με τον κουαδριγάτο (με τον Ιανό/Διόσκουρους) ως το 170 π.Χ., όταν το δηνάριο ήταν προσωρινά σε περιστολή. Αναβίωσε περί το 157 π.Χ. με τον τύπο των Διοσκούρων και έναν νέο βιγάτο, που παρίστανε Νίκη στο άρμα της (biga), μάλλον σε ανάμνηση της κυριαρχίας της Ρώμης μετά από τη μάχη της Πύδνας. Ο Τάκιτος και ο Πλούταρχος αναφέρουν ένα άγαλμα της νίκης σε biga.
Η ημερομηνία στην οποία ο βιγάτος ξεκίνησε να εκδίδεται είναι ασαφής, λόγω της - όχι με σιγουριά - χρήση της λέξης βιγάτοι από τον ιστορικό του Αυγούστου, τον Λίβιο. Γράφοντας για τα γεγονότα του 216 π.Χ., πριν οι βιγάτοι γίνουν γνωστοί στην κυκλοφορία, ο Λίβιος χρησιμοποιεί τη λέξη για να αναφερθεί σε αργυρά χρήματα, που πάρθηκαν ως λάφυρα από την Εντεύθεν Γαλατία ή την Ισπανία και μετά επιδείχθηκαν σε θριάμβους μεταξύ των ετών 197 και 190 π.Χ. Η λέξη βιγάτοι ίσως να χρησιμοποιήθηκε γενικά για αργυρά δηνάρια και όχι για ειδική χρήση. Επίσης έχει υποτεθεί ότι ο βιγάτος έγινε λαϊκός όρος για το δηνάριο σε μία ευρεία έννοια των "δύο ίππων" (με την έννοια του διπλού), που μπορεί να επίσης να εφαρμοστεί στην εικόνα των Διοσκούρων ως δύο ιππέων. Ωστόσο οι εξηγήσεις αυτές δεν έχουν γίνει καθολικά αποδεκτές.
Στην εθνογραφία της Γερμανίας, ο Τάκιτος (56 μ.Χ.-117) αναφέρει ότι ενώ οι πιο πολλοί Γερμανικοί λαοί στην εποχή του ακόμη στηριζόταν στις ανταλλαγές αγαθών, όσοι ζούσαν στα σύνορα με την Αυτοκρατορία και ασχολήθηκαν με το εμπόριο, χρησιμοποιούσαν νομίσματα. Αυτοί όμως εμπιστευόταν μόνο την αξία των "παλαιών και γνωστών" βιγάτων και οδοντωτών (τα τελευταία είχαν οδοντωτή περίμετρο). Δεδομένου ότι τα επιχρυσωμένα (πλαστά) νομίσματα είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν κατά την περίοδο του Ιουλίου Καίσαρα και μετά, οι έμποροι είχαν λόγο να είναι προσεκτικοί. Έτσι παλαιότερα νομίσματα τους απάλλασσαν από τον φόβο τους. Ωστόσο υπήρχαν και επάργυροι βιγάτοι, ώστε ο λόγος προτίμησής τους δεν ήταν πλήρως ασφαλής.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Rudi Thomsen, Early Roman Coinage (1957, 1961).