[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δόρυ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ανακατασκευασμένα μεσαιωνικά δόρατα και ακόντια.

Το δόρυ είναι όπλο που χρησιμοποιείται από τον άνθρωπο. Αποτελείται από το στέλεχος, συνήθως ξύλινο, και την αιχμή. Η αιχμή μπορεί να είναι η αιχμηρή άκρη του στελέχους επεξεργασμένη με φωτιά ή από κάποιο πιο ανθεκτικό υλικό, όπως πυρόλιθο, οψιδιανό, κόκκαλο, σίδηρο, ατσάλι ή μπρούντζο τοποθετημένο πάνω στο στέλεχος. Ο κοινότερος σχεδιασμός των κυνηγητικών και πολεμικών δοράτων περιλαμβάνει αιχμή σε τριγωνικό, ρομβοειδές ή φυλλοειδές σχήμα και ακανθοειδές ή πριονωτό για τα δόρατα ψαρέματος.

Τα δόρατα χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: αυτά που είναι σχεδιασμένα για νηκτικά κτυπήματα σε μάχη σώμα με σώμα και αυτά που είναι σχεδιασμένα για ρίψη(αναφερόμενα και ως ακόντια).

Το δόρυ έχει χρησιμοποιηθεί τόσο ως όπλο όσο και ως εργαλείο κυνηγιού και ψαρέματος. Μαζί με το τσεκούρι, το μαχαίρι και το ρόπαλο είναι από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα εργαλεία του ανθρώπου. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί είτε με το ένα χέρι είτε και με τα δύο. Χρησιμοποιήθηκε σχεδόν σε κάθε σύγκρουση ως τη νεότερη εποχή και είναι ίσως το πιο κοινά χρησιμοποιημένο όπλο στην ιστορία.

Η κατασκευή και χρήση του δόρατος δεν περιορίζεται στους ανθρώπους. Χρησιμοποιούνται και από τους δυτικούς χιμπαντζήδες. Πληθυσμοί τους κοντά στο Κέντουγκου της Σενεγάλης έχουν παρατηρηθεί να κατασκευάζουν δόρατα σπάζοντας ίσια κλαδιά από δέντρα, αφαιρώντας τον φλοιό και τα παρακλάδια και ακονίζοντας το ένα άκρο με τα δόντια τους, τα οποία χρησιμοποιούν για να κυνηγούν γαλάγους που κοιμούνται. Οι ουραγκοτάγκοι επίσης χρησιμοποιούν δόρατα για να ψαρεύουν, αν και πιστεύεται ότι αντιγράφουν τους ανθρώπους που παρατηρούν.

Προϊστορικό δόρυ.

Αρχαιολογικά στοιχεία που ανακαλύφθηκαν στη Γερμανία δείχνουν ότι ξύλινα δόρατα χρησιμοποιούνται για κυνήγι τουλάχιστον πριν από 400.000 χρόνια και μία μελέτη του 2012 προτείνει ότι ο Homo heidelbergensis μπορεί να ανέπτυξε αυτήν την τεχνολογία πριν από 500.000 χρόνια. Εντούτοις το ξύλο, ως υλικό, δεν διατηρείται καλά και αρκετοί επιστήμονες υποθέτουν ότι η ανακάλυψη της χρήσης του δόρατος από τους χιμπαντζήδες δείχνει τη χρήση των δοράτων από τους πρώιμους ανθρώπους ως και πέντε εκατομμύρια χρόνια πριν.

Οι Νεάντερταλ κατασκεύαζαν πέτρινες αιχμές ως και 300.000 πριν ενώ 250.000 πριν τα ξύλινα δόρατα κατασκευάζονταν με πυρωμένες αιχμές.

Από 200.000 χρόνια πριν και μετά, οι άνθρωποι της Μέσης Παλαιολιθικής περιόδου ξεκίνησαν να φτιάχνουν περίπλοκες πέτρινες λεπίδες με φολιδωτές αιχμές οι οποίες χρησιμοποιούνταν ως κεφαλές δοράτων. Αυτές οι λίθινες αιχμές μπορούσαν να στερεωθούν στο ξύλινο κοντάρι με γόμα, ρετσίνι ή με δεσίματα από τένοντες ζώων, δερμάτινες λουρίδες ή φυτικό υλικό. Κατά τη διάρκεια της περιόδου, υπήρχε μια σαφής διαφορά μεταξύ των δοράτων για ρίψη και των δοράτων ως αγχέμαχα όπλα. Ως τη Μαγδαληναία περίοδο χρησιμοποιούνταν εκτοξευτές δοράτων παρόμοιο με το κατοπινό ατλάτλ.

Τα δόρατα ήταν από τα κοινότερα προσωπικά όπλα που χρησιμοποιήθηκαν στην Εποχή του Λίθου, και παρέμειναν σε χρήση ως σημαντικά πολεμικά και κυνηγετικά εργαλεία ως την ερχομό των πυροβόλων όπλων. Μπορούν να θεωρηθούν ως οι πρόγονοι όπλων όπως η λόγχη, το πίλουμ, η ναγκινάτα, η σπαθολόγχη, η αλεβάρδα, το λογχοδρέπανο και η σάρισσα. Όντας ένα από τα πιο αρχαία όπλα, το δόρυ χρησιμοποιείται ακόμα για το κυνήγι και το ψάρεμα και η επιρροή του φαίνεται στον σημερινό πολεμικό εξοπλισμό όπως η ξιφολόγχη.

Τα δόρατα μπορούν να χρησιμοποιηθούν τόσο ως εκηβόλα όσο και ως αγχέμαχα όπλα. Δόρατα που χρησιμοποιούνται κυρίως για κάρφωμα τείνουν να έχουν βαρύτερη και στιβαρότερη κατασκευή από αυτά που χρησιμοποιούνται αποκλειστικά για ρίψη, τα οποία έχουν τείνουν να είναι ελαφρύτερα και να έχουν πιο ίσια κεφαλή, και μπορούν να ριχθούν είτε με το χέρι είτε με τη χρήση κάποιου εκτοξευτή όπως το ατλάτλ. Από τη σαΐτα του ατλάτλ, προήλθε το βέλος για τα τόξα.

Κοντά, χειριζόμενα με το ένα χέρι δόρατα με κουμπωτές μεταλλικές κεφαλές χρησιμοποιούνταν σε συνδυασμό με ασπίδα από τους πολιτισμούς της Πρώιμης Εποχής του Χαλκού. Χρησιμοποιούνταν είτε σε μονομαχία είτε σε συγκρούσεις μεγάλων σχηματισμών. Αυτή η τακτική συνεχίστηκε από τους πρώιμους πολιτισμούς της Μεσοποταμίας, διαμέσου των διαφόρων αρχαίων Αιγυπτιακών δυναστειών, ως την περίοδο των Αρχαίων Ελληνικών πόλεων-κρατών.

Σουδανός πολεμιστής με δόρυ.

Το δόρυ πιθανότατα προήλθε στην Αφρική κατά την εξέλιξη του γένους Homo. Ήταν σημαντικό μέρος του Νούβιου και αρχαίου αιγυπτιακού στρατού και συνέχισε να χρησιμοποιείτε σε όλη τη διάρκεια της Αφρικανικής ιστορίας, ακόμα και μετά την εισαγωγή της πυρίτιδας. Το πιο κοινό είδος δόρατος στην Αφρική είναι το ασσεγκάι, το οποίο συνήθως ρίχνεται. Αργότερα, το έθνος των Ζουλού της ανατολικής Νότιας Αφρικής, θα γινόντουσαν γνωστοί για την ιδιαίτερη ικανότητα τους με τα κοντά ωθητικά δόρατα τους, γνωστά ως ίκλουα. Αυτά τα δόρατα ήταν σχεδιασμένα για μάχη σώμα με σώμα και συχνά χρησιμοποιούνταν σε συνδυασμό με μια μεγάλη οβάλ ασπίδα. Εξελιγμένες ικανότητες σε αυτό το είδος μάχης επέτρεψαν στον στρατό των Ζουλού να κατακτήσει μεγάλο μέρος της νοτιοανατολικής Αφρικής.

Αναπαράσταση αρχαίου Έλληνα οπλίτη με το δόρυ σε στάση μάχης.

Η χρήση του δόρατος στον ελληνικό κόσμο είναι γνωστή από τη Μεσοελλαδική περίοδο. Χρησιμοποιούνταν επιμήκη δόρατα, τα έγχη, σε συνδυασμό με επιμήκεις ασπίδες για σχηματισμούς βαρέως πεζικού ή μόνα τους σε περιπτώσεις χρήσεις τους από αρματιστές. Το μεγάλο μήκος τους και η στιβαρή κατασκευή τους δηλώνει ότι χρησιμοποιούνταν στην αντιμετώπιση των αρμάτων, κυρίως όμως για την αντιμετώπιση του αντίπαλου παρόμοια οπλισμένου πεζικού. Χρησιμοποιούνταν επίσης και ακόντια, τόσο κατά τη διάρκεια της μάχης για την καταπόνηση του αντίπαλου πεζικού όσο και για την υπεράσπιση φρουρίων, οικισμών και άλλων οχυρών θέσεων.[1]

Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου (8ος-7ος αι. π.Χ.) οι Έλληνες ανέπτυξαν ένα νέο είδος κλειστού σχηματισμού τη φάλαγγα, ο οποίος απαιτούσε τη χρήση ενός κοντύτερου δόρατος. Στις πρώιμες εικονογραφίες ο οπλίτης φέρει ένα δόρυ και δύο ακόντια τα οποία έφεραν και μία θηλιά στο μέσον τους για τη διευκόλυνση της βολής. Από τον 6ο αι. π.Χ. και μετά, οι οπλίτες έφεραν ένα δόρυ για μάχη εκ του συστάδην. Αυτό αποτελείται από ένα ξύλινο στέλεχος μήκους 2 μέτρων στον οποίο ήταν στερεωμένη η αιχμή μήκους 20-40 εκ. αρχικά από ορείχαλκο και στη συνέχεια από σίδηρο. Η άλλη άκρη του δόρατος κατέληγε σε μια χάλκινη απόληξη, τον σαυρωτήρα, ίδιου μήκους με την αιχμή και ο οποίος λειτουργούσε ως αντίβαρο, προστάτευε το στέλεχος μέχρι ενός σημείου από τη σήψη λόγω υγρασίας, βοηθούσε την πεζοπορία χρησιμοποιούμενο ενίοτε ως ραβδί ή στερεώνοντας το στο έδαφος. Αν το δόρυ έσπαγε, μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως εναλλακτική αιχμή. Η λαβή του δόρατος αποτελούνταν από ιμάντες ή λεπτό σχοινί για να είναι πιο σταθερό το κράτημα.

Το δεύτερο μισό του 5ου αι. ξεκίνησαν αλλαγές οι οποίες κορυφώθηκαν κατά τη διάρκεια του 4ου αι. π.Χ. Η μία ήταν η χρήση των πελταστών σε μεγαλύτερους αριθμούς, οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι κυρίως με ακόντια και μερικές φορές με δόρυ. Ο Ιφικράτης τους βελτίωσε καθιερώνοντας αρχικά τη χρήση δόρατος και αργότερα εξοπλίζοντας τους με μακρύτερα δόρατα.[2] Η άλλη αλλαγή ήταν η εισαγωγή και χρήση της σάρισσας από τους Μακεδόνες, ενός δόρατος μήκους 5,5 μέτρων. Η μακεδονική φάλαγγα, υποστηριζόμενη από ελαφρύ πεζικό και ιππικό, έγινε σταδιακά ο μοναδικός τρόπος μάχης των Ελλήνων, μέχρι την αντικατάσταση της από τις ρωμαϊκές λεγεώνες.

Το δόρυ επίσης χρησιμοποιούταν από το ιππικό. Το αρχαίο ιππικό ήταν εξοπλισμένο είτε με ακόντια είτε με δόρατα πεζικού. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως χρησιμοποιούνταν και μακρύτερα δόρατα. Το μακεδονικό ξυστόν είχε μήκος 3,6-4,2 μέτρα και μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο με το ένα χέρι όσο και με τα δύο. Την ίδια περίοδο οι ανατολικές ιρανικές φυλές εισήγαγαν τον κοντό, ένα δόρυ χειριζόμενο και με τα δυο χέρια το οποίο το χρησιμοποιούσε το βαρύ ιππικό τους. Χρησημοποιήθηκε εξόχως από τα βασίλεια τωνΔιαδόχων και τους Πάρθιους και αργότερα από τους Σασσανίδες και τους Σαρμάτες. Οι ύστεροι Ρωμαϊκοί στρατοί, καθώς και οι Βυζαντινοί στρατοί χρησιμοποιούσα αυτά τα στρατεύματα.

Ανακατασκευασμένα μοντέλα pilum.

Στους ρωμαϊκούς στρατούς πριν τις μεταρρυθμίσεις του Μάριου, οι πρώτες δυο γραμμές της παράταξης, οι άστατοι και οι πρίγκηπες, ήταν εξοπλισμένοι με το γκλάντιους, το ρωμαϊκό σπαθί, και τα pila, βαριά ακόντια των οποίων η αιχμή ήταν ένα σιδερένιο λεπτό στέλεχος μήκους 60 εκ. το οποίο κατέληγε σε μία πυραμιδοειδή απόληξη. Λόγω του σχεδιασμού του, όταν το ακόντιο καρφωνόταν σε ασπίδα το στέλεχος στράβωνε κάνοντας την αφαίρεση του πολύ δύσκολη την ώρα της μάχης. Έτσι ο κάτοχος της ασπίδας δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει, λόγω του παραπανίσιου βάρους, ουσιαστικά αχρηστεύοντας την. Ακόμα και αν κατάφερνε να αφαιρέσει το ακόντιο, λόγω του στραβού στελέχους δεν θα μπορούσε να το ξαναχρησιμοποιήσει. Η τρίτη γραμμή παράταξης, οι τριάριοι, ήταν εξοπλισμένοι με το παλιό ρωμαϊκό δόρυ, την hasta.

Από τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., όλοι οι λεγεωνάριοι ήταν εξοπλισμένοι με τα pila. Το pilum συνέχισε να είναι το καθιερωμένο δόρυ των λεγεωνάριων ως τα τέλη του 2ου αι. μ.Χ. Τα συμμαχικά στρατεύματα,ωστόσο, είναι εξοπλισμένα με την hasta και ίσως και ακόντια. Κατά τον 3ο αι. μ.Χ., αν και το pilum συνέχισε να χρησιμοποιείται, οι λεγεωνάριοι ήταν συνήθως εξοπλισμένοι με άλλα είδη δοράτων και ακοντίων, όμοια με τα συμμαχικά στρατεύματα του προηγούμενου αιώνα. Μέχρι τον 4ο αιώνα, το pilum είχε πάψει να χρησιμοποιείται.

Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική κατα την Ισλαμιστική Περίοδο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Μαμελούκος πολεμιστής με δόρυ.

Οι Μουσουλμάνοι πολεμιστές χρησιμοποιούσαν ένα Δόρυ που λεγόταν az-zagayah. Οι Βέρβεροι το προφέρουν zagaya, αλλα ο αγλλικός όρος, προερχόμενος από την Παλαιά Γαλλική μέσω της Βερβερικής, είναι ΄΄assegai΄΄. Είναι ένα όπλο τύπου λόγχης σχεδιασμένο για ρίψη, συνήθως ένα ελαφρύ δόρυ ή ακόντιο κατασκευασμένο από σκληρό ξύλο και με αιχμή από σφυρηλατημένο σίδηρο. Το az-zagayah έπαιξε σημαντικό ρόλο κατά τις Μουσουλμανικές κατακτήσεις όπως και σε μεταγενέστερες εποχές, ως και ένα μέρος του 20ου αιώνα. Μια μακρύτερη εκδοχή του όπλου χρησιμοποιούταν για κυνήγι από τη ράχη αλόγου. Το az-zagayah εξαπλώθηκε σε μεγάλο βαθμό στην Υποσαχάρια Αφρική όπως και στην Ινδία, αν και στις περιοχές αυτές υπήρχε ήδη μία εκδοχή αυτού του όπλου. Ήταν το κύριο όπλο κατά τον Πόλεμο των Φουλάνι όσο και κατά τον Πόλεμο των Μαχντιστών στο Σουδάν. Χρησιμοποιείται ακόμα από τους Σιχ Νιχάνγκ στο Παντζάμπ όσο και από κάποιους περιπλανώμενους ασκητές Σούφι (Δερβίσηδες).

Ευρωπαϊκός Μεσαίωνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά την πτώση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ο συνδυασμός δόρατος-ασπίδας συνέχισε να χρησιμοποιείται από όλους τους ευρωπαικούς πολιτισμούς. Αφού το μεσαιωνικό δόρυ απαιτούσε μικρή ποσότητα ατσαλιού κατά μήκος της ακονισμένης κόψης (το μεγαλύτερο μέρος της αιχμής ήταν κατεργασμένος σίδηρος), ήταν ένα φθηνό όπλο. Γρήγορο ως προς την κατασκευή του και απαιτώντας μικρότερη μεταλλουργική ικανότητα από ότι ένα σπαθί, παρέμεινε το κύριο όπλο του κοινού στρατιώτη. Οι Βίκινγκ, παραδείγματος χάρη, αν και συχνά εικονίζονται με ένα σπαθί ή ένα πέλεκυ ανά χείρας, ήταν κυρίως οπλισμένοι με δόρατα, όπως και οι Αγγλοσάξωνες, οι Ιρλανδοί ή οι άλλοι Ευρωπαίοι σύγχρονοί τους.

Μεσαιωνικά δόρατα και όπλα τύπου κονταριού.

Σε γενικές γραμμές, το δόρυ είναι σχεδιασμένο να χρησιμοποιείται είτε σε μάχη σώμα με σώμα είτε ως ακόντιο. Εντός αυτής της ταξινόμησης, υπήρξε μια αξιοσημείωτη διασπορά τύπων. Για παράδειγμα, ο Μ.Τ. Σουάντον 30 διαφορετικές κατηγορίες και υποκατηγορίες κεφαλών δοράτων στην Πρώιμη Σαξονική Αγγλία. Οι περισσότερες μεσαιωνικές κεφαλές είχαν φυλλοειδές σχήμα. Ο αγγών ήταν ένας τύπος δόρατος που διαφοροποιούταν από τους υπολοίπους. Χρησιμοποιείτο αρχικά από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και αργότερα από τα πρώιμα γερμανικά φύλα. Θεωρείται από τις πηγές ως ο απόγονος του pilum, ωστόσο δεν είχε το λεπτό στέλεχος που αυτό είχε πίσω από την απόληξη του. Αν και δεν μπορούσε να προκαλέσει σημαντική ζημιά σε βαριά θωρακισμένους πολεμιστές, εντούτοις το προτιμούσαν καθ'ότι ήταν ευκολότερο και φθηνότερο να κατασκευαστεί και να αγοραστεί σε σχέση με το pilum, ακριβότερο όμως σε σχέση με τα κοινά δόρατα. Για αυτούς τους λόγους, χρησιμοποιούνταν κυρίως από επίλεκτες μονάδες και γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών.[3] Ένα άλλο είδος διαφοροποιημένου δόρατος είναι το φτερωτό δόρυ, το οποίο είχε δύο προεξέχουσες απολήξεις στη βάση της κεφαλής, για να εμποδίζουν την εισχώρηση της αιχμής σε μεγάλο βάθος εντός του στόχου. Από αυτό αργότερα θα εξελίσσονταν το partisan και το spetum.

Το νυκτικό δόρυ έχει το πλεονέκτημα της ακτίνας δράσης, όντας αρκετά μακρύτερο από άλλους τύπους όπλων. Τα ακριβή μήκη των δοράτων είναι δύσκολο να συμπεραιθούν μιας και λίγα κοντάρια διατηρούνται αλλά το στέλεχος μήκους 1.8-2.5 μέτρα φαίνεται να είναι το συνήθες πρότυπο. Κάποια έθνη ήταν διάσημα για τα μακριά δόρατα τους, όπως οι Σκώτοι, οι Φλαμανδοί ή Βυζαντινή αυτοκρατορία με τους μεναβλάτους. Αυτή είναι μια κατηγορία στρατιωτών ίδια με τους σαρισσοφόρους του μακεδονικού στρατού και οι οποίοι πήραν το όνομα τους από το όπλο που χειρίζονταν, το μενάβλιο. Το μενάβλιο ήταν ένα μακρύ δόρυ, το στέλεχος του οποίου είχε μήκος 2.7-3.6 μέτρα και η αιχμή 35 με 47 εκατοστά. Σε αντίθεση με τη σάρισσα όμως το στέλεχος δεν ήταν συνένωση τμημάτων ξύλου αλλά από μονοκόμματο ξύλο. Τα δόρατα συνήθως χρησιμοποιούνταν σε κλειστούς σχηματισμούς όπως η φάλαγγα και το σκίλτρον. Για την αντιμετώπιση ιππικού, τα στελέχη μπορούσαν να καρφωθούν στο έδαφος. Ο Γουίλιαμ Γουάλας έταξε τα σκίλτρον του σε κύκλο στη Μάχη του Φώλκερκ το 1298 για να αποτρέψει το επιτιθέμενο ιππικό, αλλά ήταν μια διαδεδομένη τακτική, γνωστή ενίοτε και ως σχηματισμός κορώνας.

Τα ακόντια έγιναν σπανιότερα όσο προχωρούσε ο Μεσαίωνας, αλλά επέζησαν χρησιμοποιούμενα από επαγγελματίες όπως οι Καταλανοί Αλμογαβάροι. Χρησιμοποιούνταν ευρέως στην Ιρλανδία ως το τέλος του 16ου αιώνα.

Τα δόρατα άρχισαν να χάνουν τη δημοτικότητα τους ανάμεσα στους στρατιώτες του πεζικού κατά τον 14ο αιώνα, αντικαθιστούμενα από όπλα κονταριού που συνδύαζαν τις νυκτικές ιδιότητες του δόρατος με τις θλαστικές ιδιότητες του πέλεκυ, όπως η αλεβάρδα. Όπου τα δόρατα παρέμειναν αυξήθηκε το μήκος τους, εξελισσόμενα σε σάρισσες, οι οποίες θα ήταν το κύριο όπλο του πεζικού κατά τον 16ο και 17ο αιώνα.

Μεσαιωνική γερμανική πανοπλία με λόγχη.

Τα δόρατα του ιππικού αρχικά ήταν ίδια με τα δόρατα του πεζικού και συχνά χρησιμοποιούνταν με τα δύο χέρια ή κρατούνταν με το ένα χέρι πάνω από το κεφάλι. Τον 11ο αιώνα, μετά την υιοθέτηση των αναβολέων και της κεκλιμένης σέλας, το δόρυ έγινε ένα σημαντικά πιο ισχυρό όπλο. Ένας έφιππος ιππότης θα ασφάλιζε τη λόγχη κρατώντας την με το ένα χέρι και μαζεύοντας την κάτω από τη μασχάλη. Εντούτοις, αυτό ήταν δύσκολο να γίνει την ώρα της μάχης όταν ο ιππότης κάλπαζε προς τον αντίπαλο και την ίδια στιγμή προσπαθούσε να κρατήσει τον ίδιο ρυθμό καλπασμού με τους υπόλοιπους ιππότες χωρίς να διαταράξει την παράταξη. Η στήριξη της λόγχης ήταν επομένως σχετικά δύσκολη και απαιτούσε καλή φυσική κατάσταση και συνεχή εξάσκηση. Η εισαγωγή ενός στηρίγματος για τη λόγχη βελτίωσε σημαντικά τη στήριξη. Το στήριγμα αυτό προσαρμοζόταν στη δεξιά πλευρά του μεταλλικού θώρακα και επέτρεπε στον ιππότη να χειρίζεται τη λόγχη του χωρίς να τον εμποδίζει το βάρος της. Έτσι η διατρητική δύναμη του του χτυπήματος δεν εξαρτάτο από τη δύναμη του ιππότη αλλά από το βάρος του αναβάτη και του αλόγου σε συνδυασμό με την ταχύτητα του καλπασμού.[4]. Αυτό επέτρεπε όλη η ροπή του αλόγου και του ιππότη να συγκεντρωθεί στην αιχμή του όπλου,διατηρώντας την ίδια στιγμή τον έλεγχο του όπλου και την ακρίβεια του κτυπήματος. Η χρήση του δόρατος με αυτόν τον τρόπο προώθησε την ανάπτυξη της λόγχης ως ξεχωριστού όπλου το οποίο τελειοποιήθηκε στο άθλημα της κονταρομαχίας, ενώ η χρήση του στηρίγματος επέτρεψε τη χρήση βαρύτερων λογχών.

Τον 14ο αιώνα, εξελίξεις στην τακτική έδειχναν ότι οι ιππότες και οι μεν-ατ-αρμς συχνά πολεμούσαν πεζοί. Αυτό οδήγησε στο κόντεμα της λόγχης στο 1.5 μέτρο περίπου, προκειμένου ο χειρισμός της να γίνει πιο εύκολος. Καθώς η αφίππευση έγινε συνηθισμένη ειδικά όπλα κονταριού όπως οι λογχοπέλεκεις υιοθετήθηκαν από τους ιππότες, έπαυσε ή χρήση λογχών.

Ευρωπαϊκή Αναγέννηση και μετέπειτα εποχές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ανάπτυξη του δίχειρου δόρατος και της πυρίτιδας στην Αναγεννησιακή Ευρώπη σηματοδότησε ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον στις ενοποιημένες τακτικές πεζικού. Το πεζικό που δεν ήταν εφοδιασμένο με αυτά τα όπλα έφεραν παραλλαγές του όπλου κονταριού όπως η αλεβάρδα και το λογχοδρέπανο. Τελικά, η χρήση του δόρατος έγινε ξεπερασμένη στο πεδίο της μάχης. Η τελευταία του αναβίωση ήταν το spontoon, μια κοντή έκδοση του μακρού δόρατος φερόμενη από αξιωματικούς και υπαξιωματικούς. Αρχικά όπλο, αργότερα έγινε ενδεικτικό των αξιωματικών και αξιωματούχων, ή ως διάσημο με το οποίο οδηγούνταν οι στρατιώτες στη μάχη. Επίσης χρησιμοποιούταν ως όπλο στα πλοία ως τον 19ο αιώνα.

Στην αρχή της Αναγέννησης, το ιππικό παρέμεινε οπλισμένο κυρίως με λόγχες. Οι ζεντάρμς με τη βαριά λόγχη των ιπποτών και το ελαφρύ ιππικό με μια ποικιλία από ελαφρύτερες λόγχες. Ωστόσο, ως το 1540, ιππείς εξοπλισμένοι με πιστόλες, γνωστοί ως ράιτερ, είχαν αρχίσει να αναγνωρίζονται. Το ιππικό εξοπλισμένο με πιστόλες και άλλα ελαφρύτερα πυροβόλα όπλα, μαζί με σπαθί, ουσιαστικά είχαν αντικαταστήσει το ιππικό με τις λόγχες στη Δυτική Ευρώπη ως τις αρχές του 17ου αιώνα, αν και η λόγχη συνέχισε να χρησιμοποιείται στην Ανατολική Ευρώπη απ'οπου επανεισήχθει στο ευρωπαϊκό οπλοστάσιο τον 19ο αιώνα.

Κινεζικές κεφαλές δοράτων της Δυναστείας Σανγκ.

Τα δόρατα (κιάνγκ) χρησιμοποιούνταν αρχικά ως κυνηγητικά όπλα από τους αρχαίους Κινέζους. Έγιναν δημοφιλή ως όπλα πεζικού κατά την περίοδο των Εμπόλεμων Κρατών και την εποχή της Δυναστείας Κιν, όταν οι δορυφόροι χρησιμοποιούνταν υψηλά πειθαρχημένοι στρατιώτες σε οργανωμένες ομαδικές επιθέσεις. Όταν πολεμούσαν σε σχηματισμό, οι δορυφόροι θα σχημάτιζαν με τις μεγάλες ορθογώνιες ή κυκλικές ασπίδες τους τείχος ασπίδων. Οι Κιν επίσης χρησιμοποίησαν μακριά δόρατα σε σχηματισμούς παρόμοιους με τους Ελβετούς σαρισσοφόρους για να αποκρούουν το ιππικό. Η αυτοκρατορία των Χαν θα χρησιμοποιούσε παρόμοιες τακτικές με τους Κιν προκατόχους τους. Δορυπέλεκεις, όπλα κονταριού και μαχαιροπέλεκεις ήταν επίσης κοινά όπλα εκείνη την εποχή.

Τα δόρατα ήταν επίσης κοινά όπλα για τις μονάδες ιππικού αυτών των περιόδων, κατά τη διάρκεια των οποίων το δόρυ θα μετατρεπόταν σε ένα μακρύτερο λογχοειδές όπλο, κατάλληλο για επελάσεις ιππικού.

Τα δόρατα στη Νότια Ασία τόσο ως αγχέμαχο όσο και ως εκηβόλο όπλο, από το ιππικό και το πεζικό. Η κονταρομαχία σε υποζύγια εξασκούταν με τη χρήση μιας τρίμετρης ξύλινης λόγχης με στρογγυλεμένη αιχμή γνωστή ως μποθάτι, η οποία αιχμή ήταν καλυμμένη με βαφή ώστε τα χτυπήματα να μπορούν να επιβεβαιωθούν. Τα δόρατα κατασκευάζονταν από μια ποικιλία υλικών όπως το σανγκ το οποίο ήταν κατασκευασμένο εξολοκλήρου από ατσάλι, και το μπάλλαμ το οποίο είχε καλαμένιο στέλεχος. Οι Rajput χρησιμοποιούσαν ένα είδος δόρατος για το πεζικό το οποίο είχε ένα ρόπαλο ενσωματωμένο στην αιχμή ενώ η άλλη άκρη του ήταν μυτερή. Άλλα δόρατα είχαν διχαλωτές λεπίδες, πολλαπλές αιχμές και πολλές άλλες καινοτομίες. Ένα, συγκεκριμένα, δόρυ μοναδικό στην Ινδία ήταν το βίτα. Χρησιμοποιούμενο από τον στρατό των Μαράθα, είχε ένα σχοινί στο στέλεχος που έδενε στον καρπό του χρήστη, επιτρέποντας του να ρίξει το δόρυ και να το τραβήξει πίσω.

Αν και στη Μεσαιωνική Ιαπωνία το πεζικό χρησιμοποιούσε τα δόρατα, μόνο από τον 11ο αιώνα και μετά οι σαμουράι άρχισαν να προτιμούν τα δόρατα από τα τόξα. Αρκετά όπλα κονταριού χρησιμοποιήθηκαν στα ιαπωνικά θέατρα πολέμου, όπως η ναγκινάτα, ένα λογχοειδές όπλο με μια μακριά, καμπυλωτή λεπίδα και το οποίο ήταν ένα δημοφιλές όπλο ανάμεσα στους σαμουράι και στους Βουδιστές πολεμιστές-μοναχοί που συχνά το χρησιμοποιούσαν ενάντια στο ιππικό ή το γιάρι, ένα μακρύτερο όπλο κονταριού και με μια κοντύτερη και συχνά ίσια λεπίδα ως αιχμή, ένα όπλο το οποίο έγινε το κύριο όπλο τόσο των σαμουράι όσο και των ασιγκαρου (πεζικό) κατά την Περίοδο των Εμπόλεμων Κρατών.

Συλλογή κορεατικών δοράτων.

Δόρατα και όπλα κονταριού χρησιμοποιούνταν ευρέως σε όλη τη διάρκεια της κορεατικής πολεμικής ιστορίας με κάποιους τύπους εξ'αυτών να εξυπηρετούν ειδικές ανάγκες. Ειδικά κατά την περίοδο των Τριών Βασιλείων της Κορέας, όπου οι πόλεμοι μεταξύ των κορεατικών κρατών, αλλά και με τις γειτονικές κινεζικές δυναστείες ήταν ιδιαίτερα αυξημένος, οι Κορεατικές ένοπλες δυνάμεις βελτίωναν συνεχώς τόσο το οπλοστάσιο τους όσο και τις τακτικές τους. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, τα δόρατα ήταν συχνά επιμήκη και στιβαρά και χρησιμοποιούνταν από το βαρύ πεζικό κρούσης, αντανακλώντας την κυριαρχία των συγκρούσεων ιππικού και της μάχης ανοικτών σχηματισμών.

Η Αυτοκρατορία του Γκογκούρυεο, που ήταν το ισχυρότερο Κορεατικό κράτος της εποχής με την επικράτεια του να περιλαμβάνει τη Βόρεια Κορέα, την περιοχή της Μαντζουρίας και μέρος από τη βορειοανατολική Κίνα, ήταν γνωστή για τους πειθαρχημένους και βετεράνους στρατιώτες της. Οι ιππείς της ήταν εξοπλισμένοι κυρίως με δόρατα, με τα ξίφη να χρησιμοποιούνται ως δευτερεύοντα όπλα.

Τα όπλα κονταριού και τα δόρατα έγιναν τελικά κοινός εξοπλισμός για το κορεατικό πεζικό κατά την περίοδο της δυναστείας Τζόσεον και αναμενόταν από τους αξιωματικούς να είναι στον χειρισμό τουλάχιστον αρκετών τύπων δοράτων. Ένα από τα πιο αποτελεσματικά όπλα κονταριού της περιόδου ήταν το ντάνγκπα, ένα τροποποιημένο είδος τρίαινας. Το χαρακτηριστικό του γνώρισμα ήταν τα δύο ελαφρώς κυρτά εξωτερικές αιχμές, με τη μεσαία να είναι μακρύτερη. Με αυτό το σχέδιο τα νυκτικά κτυπήματα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν με πλήρη δύναμη, ενώ πλάγιες αιχμές εμποδίζουν το όπλο να εισχωρήσει υπερβολικά στον στόχο. Οι περισσότεροι στρατιώτες του πεζικού, ειδικά αυτοί που ήταν τοποθετημένοι σε φρούρια και οχυρά, ήταν άριστα εκπαιδευμένοι στη χρήση του ντάνγκπα. Οι αξιωματικοί χρησιμοποιούσαν κυρίως το γουόλντο, ένα όπλο που μοιάζει περισσότερο με το κινέζικο Γκουάν ντάο.

Στα τέλη του 16ου αιώνα, ιαπωνικές στρατιωτικές δυνάμεις κάτω από την ηγεσία του πολέμαρχου Τογιοτόμι Χιντεγιόσι εισέβαλαν στην Κορεατική χερσόνησο ξεκινώντας τούς Πολέμους του Ιμτζίν. Το ντάνγκπα ήταν το προτιμώμενο όπλο των Κορεατών στρατιωτών τοποθετημένων σε φρούρια και οχυρά λόγω της ευχρηστίας του στην πολιορκία. Το ισορροπημένο βάρος του επέτρεπε στον χειριστή του να επιτύχει ισχυρά νυκτικά πλήγματα ενώ οι διατρητικές ικανότητες του ήταν ανεκτίμητες στην απόκρουση των αναρριχώμενων Ιαπωνέζων στρατιωτών. Λόγω του μήκους του, το κορεατικό πεζικό που έφερε το όπλο μπορούσε να παγιδεύσει μαζικά πολλαπλάσια ιαπωνικά στρατεύματα. Το ντάνγκπα χρησιμοποιήθηκε και από Κορεάτες πεζοναύτες στις ναυτικές επιχειρήσεις του Ναυάρχου Γι, αν και σε μικρότερο βαθμό. Η τακτική φύση του κορεατικού ναυτικού πολέμου βασιζόταν στην ανώτερη δύναμη πυρός και την ευελιξία των κορεατικών πλοίων, επομένως οι Κορεάτες ναύτες προτιμούσαν να χρησιμοποιούν εκηβόλα όπλα όπως τα τόξα, ως κύρια όπλα. Ωστόσο, σε περίπτωση επιβίβασης σε εχθρικό πλοίο και μάχης σώμα με σώμα, κάποιοι πεζοναύτες θα ήταν οπλισμένοι με το ντάνγκπα. Αυτοί οι ναύτες χρησιμοποιούνταν ως προγεφύρωμα κρατώντας σε απόσταση το ιαπωνικό πεζικό ωσότου επιβιβαστούν ενισχύσεις από κορεάτες ξιφομάχους.

Τα φιλιππινέζικα δόρατα (σιμπάτ) χρησιμοποιούνταν τόσο ως όπλα όσο και ως εργαλεία. Είναι γνωστά επίσης και ως μπανγκάου, σούμπλινγκ ή παλουπάντ στα νησιά Βισάγιας και Μιντανάο. Τα σίμπατ κατασκευάζονται συνήθως από ράτταν, είτε με μια ακονισμένη κορυφή είτε με μια κεφαλή από μέταλλο. Αυτές οι κεφαλές μπορεί να είναι μονόστομες, αμφίστομες ή ακανθοειδείς. Οι τύποι διαφέρουν ανάλογα με τη λειτουργία και την προέλευση. Για παράδειγμα, τα δόρατα για ψάρεμα είναι διαφορετικά από τα δόρατα για κυνήγι.

Το δόρυ χρησιμοποιήθηκε ως κύριο όπλο σε εκστρατείες και μάχες ανάμεσα στα νησιωτικά βασίλεια των Φιλιππίνων και έγινε διάσημο το 1521 στη Μάχη του Μακτάν όπου ο φύλαρχος Λάπου Λάπου του Κέμπου πολέμησε ενάντια στους Ισπανούς στρατιώτες των οποίων ηγούνταν ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος, ο οποίος μετέπειτα πέθανε εξαιτίας των τραυμάτων του.

Μαζί με τον πέλεκυ, το δόρυ ήταν το κοινότερο αρχαίο όπλο στο Βιετνάμ. Οι κεφαλές ποικίλουν τόσο σε μέγεθος όσο και σε σχήμα, με το μήκος τους να ξεκινάει από τα 12 εκ. και να φτάνει τα 40 εκ. Ανάλογη ποικιλομορφία υπήρχε και στα στελέχη τους. Απεικονίσεις στρατιωτών του 13ου αιώνα δείχνουν κοντά και λεπτά δόρατα να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με ασπίδα. Τα δόρατα του ιππικού, με μήκος ως και 4 μέτρα, μοιάζουν με τις ευρωπαϊκές λόγχες σε απεικονίσεις του 17ου αιώνα.

Αζτέκοι πολεμιστές που κρατούν τεποζτοπίλι.

Καθώς η ανεπτυγμένη μεταλλουργία ήταν ως επί το πλείστον άγνωστη στην προ-Κολομβιανή Αμερική έξω από το Δυτικό Μεξικό και Νότια Αμερική, τα περισσότερα όπλα στη Μεσοαμερική κατασκευάζονταν από ξύλο ή οψιανό. Το γεγονός αυτό δεν σημαίνει ότι ήταν λιγότερο θανατηφόρα, μιας και ο οψιανός μπορεί να ακονιστεί ώστε να γίνει πολύ πιο κοφτερός από το ατσάλι. Τα μεσοαμερικανικά δόρατα έχουν μεγάλη ποικιλομορφία ως προς το σχήμα και το μέγεθος τους. Αν και οι Αζτέκοι προτιμούσαν το ξιφοειδές μακουαχουίτλ για τη μάχη, το πλεονέκτημα ενός νυκτικού όπλου μακράς ακτίνας δράσης είχε αναγνωρισθεί, και ένα μεγάλο μέρος του στρατού χρησιμοποιούσε το τεποζτοπίλι. Αυτό ήταν ένα όπλο κονταριού και κρίνοντας από απεικονίσεις σε εικονογραφίες των Αζτέκων, το μήκος του μόλις που έφτανε το ύψος ενός ανθρώπου, με μια πλατιά ξύλινη κεφαλή περίπου διπλάσια από το μήκος της παλάμης του χρήστη, ενώ η κόψη αποτελούνταν από ακονισμένες λεπίδες οψιανού, οι οποίες τοποθετούνταν σε αυλακώσεις χαραγμένες στην κεφαλή και στερεώνονταν είτε με άσφαλτο είτε με φυτική ρητίνη ως συγκολλητική ουσία. Με αυτό τον τρόπο οι λεπίδες ουσιαστικά ήταν αδύνατο να αποκολληθούν. Το τεποζτοπίλι μπορούσε να χρησιμοποιηθεί τόσο για νυκτικά όσο και θλαστικά κτυπήματα.

Επίσης χρησιμοποιούνταν σε μεγάλο βαθμό τα ακόντια, συνήθως με τη βοήθεια ενός ατλάτλ. Αυτά ήταν πιο κοντά από τα δόρατα και κάποια είχαν κόψη από οψιανό για αυξημένη διατρητική ικανότητα.

Τα δόρατα χρησιμοποιήθηκαν και μετά τη Μεσοαμερικάνικη περίοδο σε διάφορες συγκρούσεις όπως οι Λατινοαμερικανικοί πόλεμοι ανεξαρτησίας και οι Ισπανοαμερικανικοί πόλεμοι ανεξαρτησίας. Οι ιππείς (γνωστοί ως Ιλάνος), κάτω από τις διαταγές του Χοσέ Αντόνιο Παέζ, χρησιμοποίησαν δόρατα εναντίον των βασιλοφρόνων σε μάχες όπως η Μάχη της Κεσέρας ντελ Μέντιο και η Μάχη του Καραμπόμπο.

Ιθαγενείς Αμερικανοί

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περισσότερα δόρατα κατασκευάζονταν από υλικά που βρίσκονταν γύρω από τις κοινότητες τους. Το στέλεχος συνήθως κατασκευαζόταν από ένα ξύλινο ραβδί ενώ η κεφαλή του δόρατος από λίθο, κομμάτια μετάλλου όπως ο χαλκός ή από ακονισμένο οστό. Το δόρυ προτιμούταν από πολλούς μιας και η κατασκευή του ήταν φθηνή, η χρήση μπορούσε να διδαχθεί πιο εύκολα από άλλα όπλα σε άλλους και μπορούσε να κατασκευαστεί σε ποσότητες σε μικρό χρονικό διάστημα.

Μία από τις αρχαιότερες μορφές θανάτωσης θηράματος για τους ανθρώπους, το κυνήγι με το δόρυ και το ψάρεμα με το καμάκι συνεχίζουν ως σήμερα τόσο ως μέθοδοι εύρεσης τροφής όσο και ως πολιτισμική δραστηριότητα. Κάποια από τα πιο κοινά θηράματα των πρώιμων ανθρώπων ήταν μέλη της Μεγαπανίδας όπως τα Μαμούθ τα οποία κυνηγήθηκαν με διάφορα είδη δοράτων. Μια θεωρία για την εξαφάνιση του Κουατερναρίου κυνηγήθηκαν σε βαθμό εξόντωσης από τον άνθρωπο με δόρατα. Ακόμα και μετά την εφεύρεση άλλων κυνηγητικών όπλων όπως το τόξο, το δόρυ συνέχισε να χρησιμοποιείται είτε ως εκηβόλο όπλο είτε ως αγχέμαχο όπλο όπως στο κυνήγι αγριόχοιρου.

  1. Περικλής Δεληγιάννης (2009). «2 Κεφ.». ΤΡΩΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ. σελίδες 47–49. ISBN 978-960-9408-57-8. 
  2. Κυριάκος Γρηγορόπουλος (2008). «Κεφάλαιο 3». Αρχαίοι Έλληνες Οπλίτες. Αθήνα: Περισκόπιο. σελίδες 34–36. ISBN 978-960-6740-30-5. 
  3. Ιωάννης Χρονόπουλος (2010). «2 Κεφ.». Ηράκλειος- Ο Μ. Αλέξανδρος του Βυζαντίου. Αθήνα: Εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ. σελίδες 45–46. ISBN 978-960-9408-80-6. 
  4. Δημήτρης Σ. Μπελέζος (2008). «3 Κεφ.». ΙΠΠΟΤΕΣ - ΟΙ ΣΙΔΗΡΟΦΡΑΚΤΟΙ ΠΟΛΕΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΔΥΣΗΣ. Αθήνα: Εκδόσεις περισκόπιο. σελίδες 32–33. ISBN 978-960-6740-48-0.