tren
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tren (br)
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tren (es)
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tren (ca)
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]tren < (άμεσο δάνειο) λατινική threnus < αρχαία ελληνική θρῆνος
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tren (pl) αρσενικό
- (λογοτεχνία) θρήνος, μοιρολόι
- (ενδυμασία) η ουρά
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tren (ro)
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tren (tr)
- (μέσο μεταφορών) το τρένο
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του tren
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | tren | trenler |
αιτιατική | treni | trenleri |
δοτική | trene | trenlere |
τοπική | trende | trenlerde |
αφαιρετική | trenden | trenlerden |
γενική | trenin | trenlerin |
κτητικές μορφές του tren
(ονομαστική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | trenim | trenlerim |
... σου | trenin | trenlerin |
... του | treni | trenleri |
... μας | trenimiz | trenlerimiz |
... σας | treniniz | trenleriniz |
... τους | trenleri | trenleri |
(αιτιατική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | trenimi | trenlerimi |
... σου | trenini | trenlerini |
... του | trenini | trenlerini |
... μας | trenimizi | trenlerimizi |
... σας | treninizi | trenlerinizi |
... τους | trenlerini | trenlerini |
(δοτική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | trenime | trenlerime |
... σου | trenine | trenlerine |
... του | trenine | trenlerine |
... μας | trenimize | trenlerimize |
... σας | treninize | trenlerinize |
... τους | trenlerine | trenlerine |
(τοπική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | trenimde | trenlerimde |
... σου | treninde | trenlerinde |
... του | treninde | trenlerinde |
... μας | trenimizde | trenlerimizde |
... σας | treninizde | trenlerinizde |
... τους | trenlerinde | trenlerinde |
(αφαιρετική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | trenimden | trenlerimden |
... σου | treninden | trenlerinden |
... του | treninden | trenlerinden |
... μας | trenimizden | trenlerimizden |
... σας | treninizden | trenlerinizden |
... τους | trenlerinden | trenlerinden |
(γενική) | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
... μου | trenimin | trenlerimin |
... σου | treninin | trenlerinin |
... του | treninin | trenlerinin |
... μας | trenimizin | trenlerimizin |
... σας | treninizin | trenlerinizin |
... τους | trenlerinin | trenlerinin |
κλίση του tren (ως κατηγορουμένου)
ενεστώτας | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
είμαι | trenim | trenlerim* |
είσαι | trensin | trenlersin* |
είναι | tren / trendir | trenler* / trenlerdir* |
είμαστε | treniz | trenleriz |
είστε | trensiniz | trenlersiniz |
είναι | trenler | trenlerdir |
αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | trendim | trenlerdim* |
ήσουν | trendin | trenlerdin* |
ήταν | trendi | trenlerdi* |
ήμασταν | trendik | trenlerdik |
ήσασταν | trendiniz | trenlerdiniz |
ήταν | trendi(ler) | trenlerdi |
έμμεσος / απρόσωπος αόριστος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ήμουν | trenmişim | trenlermişim* |
ήσουν | trenmişsin | trenlermişsin* |
ήταν | trenmiş | trenlermiş* |
ήμασταν | trenmişiz | trenlermişiz |
ήσασταν | trenmişsiniz | trenlermişsiniz |
ήταν | trenmiş(ler) | trenlermiş |
*Πρόκειται για σπάνιους, κυρίως λόγιους ή ποιητικούς τύπους.
Σημείωση: οι τύποι του πληθυντικού δεν χρησιμοποιούνται για επίθετα. |
Κατηγορίες:
- Βρετονική γλώσσα
- Ουσιαστικά (βρετονικά)
- Μέσα μεταφορών (βρετονικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Μέσα μεταφορών (ισπανικά)
- Καταλανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (καταλανικά)
- Μέσα μεταφορών (καταλανικά)
- Δάνεια από τα λατινικά (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πολωνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (πολωνικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (πολωνικά)
- Πολωνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (πολωνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (πολωνικά)
- Λογοτεχνία (πολωνικά)
- Ενδυμασία (πολωνικά)
- Ρουμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρουμανικά)
- Μέσα μεταφορών (ρουμανικά)
- Τουρκική γλώσσα
- Ουσιαστικά (τουρκικά)
- Αντίστροφο λεξικό (τουρκικά)
- Μέσα μεταφορών (τουρκικά)