arm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ARM

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
arm arms

arm (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το χέρι, ο βραχίονας, το μπράτσο, το ένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπου, που αποτελείται από τον ώμο, τον πήχη και την παλάμη
    ⮡  She took the baby in her arms.
    Πήρε το μωρό στα χέρια της.
    ⮡  the muscles of the arm - οι μύες του βραχίονα
    ⮡  strong arms - γερά μπράτσα
    ⮡  She held the sleeping child in her arms.
    Κρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της.
  2. το χέρι, το μπράτσο μιας καρέκλας
    ⮡  the arms of the armchair - τα χέρια/μπράτσα της πολυθρόνας
  3. μηχανικός βραχίονας
    ⮡  the arm of a crank - ο βραχίονας ενός στροφάλου
  4. οτιδήποτε μοιάζει με βραχίονα
    ⮡  a desk lamp with a foldable arm - λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα
  5. (μόνο πληθυντικός) το όπλο, ο εξοπλισμός
    ⮡  To arms! - Στα όπλα!
    ⮡  the arms race - ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών
     συνώνυμα: armament
ενεστώτας arm
γ΄ ενικό ενεστώτα arms
αόριστος armed
παθητική μετοχή armed
ενεργητική μετοχή arming

arm (en)

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

arm (de)

  1. φτωχός (χωρίς χρήματα)
  2. φτωχός (κακόμοιρος)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arm (et)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

arm (nl)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

arm (sv) κοινό

  1. βραχίονας, μπράτσο