arm
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
arm | arms |
arm (en)
- (ανθρώπινο σώμα) το χέρι, ο βραχίονας, το μπράτσο, το ένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπου, που αποτελείται από τον ώμο, τον πήχη και την παλάμη
- ⮡ She took the baby in her arms.
- Πήρε το μωρό στα χέρια της.
- ⮡ the muscles of the arm - οι μύες του βραχίονα
- ⮡ strong arms - γερά μπράτσα
- ⮡ She held the sleeping child in her arms.
- Κρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της.
- ⮡ She took the baby in her arms.
- το χέρι, το μπράτσο μιας καρέκλας
- ⮡ the arms of the armchair - τα χέρια/μπράτσα της πολυθρόνας
- μηχανικός βραχίονας
- ⮡ the arm of a crank - ο βραχίονας ενός στροφάλου
- οτιδήποτε μοιάζει με βραχίονα
- ⮡ a desk lamp with a foldable arm - λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα
- (μόνο πληθυντικός) το όπλο, ο εξοπλισμός
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | arm |
γ΄ ενικό ενεστώτα | arms |
αόριστος | armed |
παθητική μετοχή | armed |
ενεργητική μετοχή | arming |
arm (en)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]arm (de)
Κλίση
[επεξεργασία]θετικός βαθμός του arm
γένος | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ως κατηγορούμενο | er ist arm | sie ist arm | es ist arm | sie sind arm | |
κλίση χωρίς άρθρο | ονομαστική | armer | arme | armes | arme |
γενική | armen | armer | armen | armer | |
δοτική | armem | armer | armem | armen | |
αιτιατική | armen | arme | armes | arme | |
με οριστικό άρθρο | ονομαστική | der arme | die arme | das arme | die armen |
γενική | des armen | der armen | des armen | der armen | |
δοτική | dem armen | der armen | dem armen | den armen | |
αιτιατική | den armen | die arme | das arme | die armen | |
με αόριστο άρθρο | ονομαστική | ein armer | eine arme | ein armes | (keine) armen |
γενική | eines armen | einer armen | eines armen | (keiner) armen | |
δοτική | einem armen | einer armen | einem armen | (keinen) armen | |
αιτιατική | einen armen | eine arme | ein armes | (keine) armen |
συγκριτικός βαθμός του arm
γένος | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ως κατηγορούμενο | er ist ärmer | sie ist ärmer | es ist ärmer | sie sind ärmer | |
χωρίς άρθρο | ονομαστική | ärmerer | ärmere | ärmeres | ärmere |
γενική | ärmeren | ärmerer | ärmeren | ärmerer | |
δοτική | ärmerem | ärmerer | ärmerem | ärmeren | |
αιτιατική | ärmeren | ärmere | ärmeres | ärmere | |
με οριστικό άρθρο | ονομαστική | der ärmere | die ärmere | das ärmere | die ärmeren |
γενική | des ärmeren | der ärmeren | des ärmeren | der ärmeren | |
δοτική | dem ärmeren | der ärmeren | dem ärmeren | den ärmeren | |
αιτιατική | den ärmeren | die ärmere | das ärmere | die ärmeren | |
με αόριστο άρθρο | ονομαστική | ein ärmerer | eine ärmere | ein ärmeres | (keine) ärmeren |
γενική | eines ärmeren | einer ärmeren | eines ärmeren | (keiner) ärmeren | |
δοτική | einem ärmeren | einer ärmeren | einem ärmeren | (keinen) ärmeren | |
αιτιατική | einen ärmeren | eine ärmere | ein ärmeres | (keine) ärmeren |
υπερθετικός βαθμός του arm
γένος | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | όλα τα γένη | ||
ως κατηγορούμενο | er ist am ärmsten | sie ist am ärmsten | es ist am ärmsten | sie sind am ärmsten | |
χωρίς άρθρο | ονομαστική | ärmster | ärmste | ärmstes | ärmste |
γενική | ärmsten | ärmster | ärmsten | ärmster | |
δοτική | ärmstem | ärmster | ärmstem | ärmsten | |
αιτιατική | ärmsten | ärmste | ärmstes | ärmste | |
με οριστικό άρθρο | ονομαστική | der ärmste | die ärmste | das ärmste | die ärmsten |
γενική | des ärmsten | der ärmsten | des ärmsten | der ärmsten | |
δοτική | dem ärmsten | der ärmsten | dem ärmsten | den ärmsten | |
αιτιατική | den ärmsten | die ärmste | das ärmste | die ärmsten | |
με αόριστο άρθρο | ονομαστική | ein ärmster | eine ärmste | ein ärmstes | (keine) ärmsten |
γενική | eines ärmsten | einer ärmsten | eines ärmsten | (keiner) ärmsten | |
δοτική | einem ärmsten | einer ärmsten | einem ärmsten | (keinen) ärmsten | |
αιτιατική | einen ärmsten | eine ärmste | ein ärmstes | (keine) ärmsten |
Εσθονικά (et)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arm (et)
- η ουλή
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]arm (nl)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]arm (sv) κοινό
Κατηγορίες:
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Ανθρώπινο σώμα (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'ask' (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Επίθετα (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Εσθονική γλώσσα
- Ουσιαστικά (εσθονικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ολλανδικά)
- Ολλανδική γλώσσα
- Επίθετα (ολλανδικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (σουηδικά)
- Σουηδική γλώσσα
- Ουσιαστικά (σουηδικά)