manus

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 10:31, 13 Νοεμβρίου 2015 από τον Dgolitsis (συζήτηση | συνεισφορές) (σμίκρυνση εικόνας)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

manus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *man-

Ουσιαστικό

manus (la) θηλυκό

  1. χέρι
  2. γραφή (με το χέρι)
  3. (μεταφορικά) γενναιότητα, ανδρεία
  4. (μεταφορικά) πυγμή, δύναμη
  5. πλευρά, μεριά
  6. πέλμα (ζώου)
  7. κλαδί δέντρου
  8. Πρότυπο:ναυτ γάντζος
  9. ομάδα, κλιμάκιο (ιδίως στρατιωτών), πλήθος
  10. χειρωνακτική εργασία
  11. Πρότυπο:νομ ανδρική εξουσία (πάνω στα υπόλοιπα μέλη μιας οικογένειας)
  12. Πρότυπο:νομ σύλληψη
manus

Πολυλεκτικός όρος

*manusfactus, πεποιημένο (κατασκευασμένο) με το χέρι, χειρόγραφο

((εκφράσεις))

  • «manus manum lavat» <, χείρ την χείρα νίπτει
  • «sub manus succedo», καλώς αποβαίνω
  • «per manibus trado» παράδοση στο χέρι νομ.όρος
  • «manus ferrai» σιδηρές χείρες, αρπάγαι ή frena lapata

Κλίση

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική manus manūs
γενική manūs manuum
δοτική manuī manibus
αιτιατική manum manūs
κλητική manus manūs
αφαιρετική manū manibus
(δ' κλίση)