νομικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

νομικά < νομικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

νομικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Επίρρημα

[επεξεργασία]

νομικά

  • όσον αφορά στους νόμους ή διά του νόμου
είναι νομικά κατοχυρωμένο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

νομικά