μεριά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μεριά | οι | μεριές |
γενική | της | μεριάς | των | μεριών |
αιτιατική | τη | μεριά | τις | μεριές |
κλητική | μεριά | μεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- μεριά < μεσαιωνική ελληνική μεριά < μερέα < μέρος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μεριά θηλυκό
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Σημειώσεις
[επεξεργασία]- χρησιμοποιείται και με ιδιωματικό τρόπο, συμπληρωματικά σε τοποθεσίες: ήρθε από Αθήνα μεριά, αν πηγαίνετε (προς) Λάρισα μεριά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]μεριά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του μερί
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)