Σκόπας
Σκόπας | |
---|---|
Γέννηση | 395 π.Χ. (περίπου) Πάρος |
Θάνατος | 350 π.Χ. |
Ιδιότητα | γλύπτης[1] και αρχιτέκτονας[1] |
Σημαντικά έργα | Πόθος, Αετώματα του ναού της Αθηνάς Αλέας και Aphrodite statue at Elis[2] |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Σκόπας ( 385/375-330/320 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας γλύπτης και αρχιτέκτονας από την Πάρο. Ήταν γιος του περίφημου Πάριου χαλκουργού Αριστάνδρου, που, κατά τον Παυσανία, φιλοτέχνησε το ανάθημα, για την νίκη των Σπαρτιατών στους Αιγός ποταμούς.[3] Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους γλύπτες του 4ου αιώνα π. Χ, Έδρασε την ίδια περίοδο με τον Πραξιτέλη, με τον οποίο συνεργάστηκε, και υπήρξε πρόδρομος του περίφημου Σικυωνίου γλύπτη Λυσίππου.
Έργο
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εν συγκρίσει με τους υπολοίπους μεγάλους γλύπτες του 4ου αι. π.Χ., η μελέτη του έργου του Σκόπα είναι προβληματική, λόγω της απουσίας έργων που προσγράφονται με ασφάλεια σε αυτόν. Η καλλιτεχνική του δημιουργία έχει, ήδη από τον Neugebauer, συνδεθεί με τα -αποσπασματικά διατηρημένα- εναέτια γλυπτά του ναού της Αθηνάς Αλέας, στην Τεγέα. Ωστόσο, σύμφωνα με την μαρτυρία του περιηγητή Παυσανία, στην οποία βασίζεται η σύνδεση του Σκόπα με το μνημείο, ο Πάριος καλλιτέχνης εργάστηκε ως αρχιτέκτονας και όχι ως γλύπτης, στην Τεγέα. Επομένως, τα γλυπτά της Τεγέας δεν μπορούν να χρησιμεύσουν ως ασφαλές τεκμήριο για την τεχνοτροπία του Σκόπα.
Όπως επισημαίνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου του Berkeley Andrew Stewart[4], οι κύριες πηγές για την καλλιτεχνική δημιουργία του Σκόπα είναι τρεις: οι φιλολογικές πηγές, τα αρχαιολογικά realia και οι επιγραφικές μαρτυρίες. Οι κύριες φιλολογικές πηγές για το έργο του Σκόπα είναι η Ελλάδος Περιήγησις του Παυσανία, και η Naturalis Historia του Πλινίου. Στις φιλολογικές πηγές, αναφέρεται κυρίως ως λιθοποιός, αν και είναι γνωστό ότι φιλοτέχνησε ένα τουλάχιστον χάλκινο άγαλμα, αυτό της πανδήμου Αφροδίτης στην Ήλιδα[5]. Ο Σκόπας αναφέρεται στις πηγές ως αρχιτέκτονας μόνο στην Τεγέα. Ωστόσο, νεώτεροι μελετητές προτείνουν την εργασία του Σκόπα τόσο στο Πρυτανείο της Πάρου όσο και στον ναό της Εφεσίας Αρτέμιδος, στην Αλέα της ορεινής Αργολίδας, ο οποίος ακόμα δεν έχει εντοπιστεί.
Οι φιλολογικές μαρτυρίες για τον Σκόπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Σκόπας είναι γνωστός κυρίως από τις φιλολογικές πηγές. Ο αποσπασματικός χαρακτήρας των σχετικών αρχαιολογικών μαρτυριών δεν επιτρέπει την προσγραφή παρά ελαχίστων στον Πάριο γλύπτη. Από τα έργα που του αποδίδονται με βεβαιότητα, θεωρουνται οι αγαλματικοί τύποι του Πόθου και της πανδήμου Αφροδίτης.
Παρατίθενται αποσπάσματα σχετικών με τον Σκόπα φιλολογικών πηγών:
1. «Τεγεάταις δὲ Ἀθηνᾶς τῆς Ἀλέας τὸ Ἱερὸν τὸ ἀρχαῖον ἐποίησεν Ἄλεος, χρόνῳ δὲ ὕστερον κατεσκευάσαντο οἱ Τεγεᾶται τῇ θεῷ ναὸν μέγαν τε καὶ θέας ἄξιον, ἐκεῖνο μὲν δὴ πῦρ ἠφάνισεν ἐπινεμηθὲν ἐξαίφνης, Διοφάντου παρ’ Ἀθηναίοις ἄρχοντος, δευτέρῳ δὲ ἔτει τῆς ἕκτης καὶ ἐνενηκοστῆς Ὀλυμπιάδος, ἣν Εὐπόλεμος Ἠλειος ἐνίκα στάδιον. Ὁ δὲ ναὸς ὁ ἐφ’ ἡμῶν πολὺ δή τι τῶν ναῶν, ὅσοι Πελοποννησίοις εἰσίν, ἐς κατασκευὴν προέχει τὴν ἄλλην καὶ ἐς μέγεθος. Ὁ μὲν δὴ πρῶτος ἐστιν αὐτῷ κόσμος τῶν κιόνων δώριος, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ κορίνθιος. ἐστήκασι δὲ καὶ ἐκτὸς τοῦ ναοῦ κίονες ἐργασίας τῆς Ἰώνων, ἀρχιτέκτονα δὲ ἐπυνθανόμην Σκόπαν αὐτοῦ γενέσθαι τὸν Πάριον, ὃς καὶ ἀγάλματα πολλαχοῦ τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος, τὰ δὲ καὶ περὶ Ἰωνίαν τε καὶ Καρίαν ἐποίησε. Τὰ δὲ ἐν τοῖς ἀετοῖς ἐστιν ἔμπροσθεν ἡ θήρα τοῦ ὑὸς τοῦ καλυδωνίου. Πεποιημένου δὲ κατὰ μέσον μάλιστα τοῦ ὑὸς τῇ μέν ἐστιν Ἀταλάντη καὶ Μελέαγρος καὶ Θησεὺς Τελαμών τε καὶ Πηλεὺς καὶ Πολυδεύκης καὶ Ἰόλαος, ὃς τὰ πλεῖστα Ἡρακλεῖ συνέκαμνε τῶν ἔργων, καὶ Θεστίου παῖδες, ἀδελφοὶ δὲ Ἀλθαίας, Πρόθους καὶ Κομήτης. Κατὰ δὲ τοῦ ὑὸς τὰ ἕτερα Ἀγκαῖον ἔχοντα ἤδη τραύματα καὶ ἀφέντα τὸν πέλεκυν ἀνέχων ἐστὶν Ἔποχος, παρὰ δὲ αὐτὸν Κάστωρ καὶ Ἀμφιάραος Ὀϊκλέους, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς Ἱππόθους ὁ Κερκυόνος τοῦ Ἀγαμήδους τοῦ Στυμφήλου. Τελευταῖος δὲ ἐστιν εἰργασμένος Πειρίθους. Τὰ δὲ ὄπισθεν πεποιημένα ἐν τοῖς ἀετοῖς Τηλέφου πρὸς Ἀχιλλέα ἐστὶν ἡ ἐν Καΐκου πεδίῳ μάχη.» (Παυσ.,8.45.4-7).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Το αρχαίο Ιερό της Αθηνάς Αλέας κατασκεύασε ο Άλεος. Ύστερα από ορισμένο καιρό, κατασκεύασαν οι Τεγεάτες μεγάλο και αξιοθέατο ναό για χάρη της θεάς. Αυτόν τον εξαφάνισε πυρκαγιά που ξέσπασε ξαφνικά, (κατά την περίοδο που) ο Διοφάντης ήταν Επώνυμος Άρχοντας των Αθηνών, κατά το δεύτερο έτος της 96ης Ολυμπιάδας. Ο τωρινός ναός υπερέχει αρκετά των υπολοίπων ναών της Πελοποννήσου, όσον αφορά την κατασκευή και το μέγεθος. Από την μία πλευρά, η διακόσμηση λοιπόν του κατωτέρου τμήματος των κιόνων είναι δωρικού ρυθμού, ενώ η ανωδομή κορινθιακού. Από την άλλη, εξωτερικά του ναού, είχαν ανατεθεί κίονες ιωνικού ρυθμού. Επιπλέον, πληροφορήθηκα ότι αρχιτέκτονας του ναού ήταν ο Πάριος Σκόπας, ο οποίος φιλοτέχνησε επίσης αγάλματα σε πολλά μέρη της αρχαίας Ελλάδας, καθώς επίσης στην Ιωνία και στην Καρία. Στο αέτωμα της πρόσοψης, απεικονίζεται η θήρα του Καλυδωνίου κάπρου. Αφού αποδόθηκε βεβαίως ο κάπρος, στο κέντρο του αετώματος, απεικονίζονται, από την μία πλευρά, η Αταλάντη, ο Μελέαγρος, ο Θησέας, ο Τελάμονας, ο Πηλέας, ο Πολυδεύκης, ο Ιόλαος, ο οποίος βοήθησε αρκετά τον Ηρακλή, κατά τους άθλους του, και οι γιοί του Θεστίου, δηλαδή οι αδελφοί Αλθαίας, Πρόθους και Κομήτης. Από την άλλη πλευρά, απεικονίζεται ο Αγκαίος, ο οποίος είναι ήδη τραυματισμένος και έχει εναποθέσει τον πέλεκυ· ο Έποχος, που τον υποβαστάζει· δίπλα σε αυτόν, ο Κάστωρ και ο Αμφιάραος, γιος του Οικλέους· πλάι σε αυτόν, ο Ιπποθόοντας, ο γιος του Κερκύονα, γιου του Αγαμήδη, γιου του Στυμφήλου. Τελευταίος έχει αποδοθεί ο Πειρίθους. Στο αέτωμα της οπίσθιας όψης, έχει αποδοθεί η μάχη του Τηλέφου με τον Αχιλλέα, στην πεδιάδα του Καΐκου ποταμού.
2. “….rursus (olympiade) LXXXX Polyclitus, Phradmon, Myron, Pythagoras, Scopas, Perellus(floruere).”
(Plinius, Naturale Historia, XXXIV, 49)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
…και στην ενενηκοστή Ολυμπιάδα ο Πολύκλειτος, ο Φράδμων, ο Μύρων, ο Πυθαγόρας, ο Σκόπας και ο Πέρελλος.
3. “Scopae laus cum his certat. Is fecit Venerem et Pothon, qui Samotrace sanctissimis caerimoniis coluntur, item Apollinem Palatinum, Vestam sedentem laudatam in Servilianis hortis duosque campteras circa eam, quorum pares in Asini monumentis sunt, ubi et canephoros eiusdem. Sed in maxima dignatione delubro Cn.Domitii in circo Flaminio Neptunus ipse et Thetis atque Achilles, Nereides supra delphinos et cete aut hippocampus sedentes, item Tritones chorusque Phorci et pistrices ac multa alia marina, omnia eiusdem manu, praeclarum opus etiam si totius vitae fuisset.nunc vero praeter supra dicta quaeque nescimus Mars etiamnum est sedens colossiaeus eiusdem (Scopae) manu in templo Bruti Callaeci apud circum eundem (Flaminium),praeterea Venus in eodem loco nuda, Praxiteliam illam antecedens et quemcumque alium locum nobilitatura. ”
(Plinius, Natura Historia, XXXVI, 25-26)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ο Σκόπας συναγωνίζεται στον έπαινο με αυτούς (τον Κηφισόδοτο, τον Πραξιτέλη και τους άλλους μεγάλους γλύπτες του 4ου αιώνα). Φιλοτέχνησε την Αφροδίτη και τον Πόθο, που τιμώνται στη Σαμοθράκη με ιερές τελετουργίες· επίσης, τον Απόλλωνα στο Παλατίνο και, στους κήπους του Σερβιλίου,μία καθιστή Εστία που επαινείται. Πλάι της, δύο κίονες των οποίων τα κιονόκρανα ευρίσκονται στην καλλιτεχνική συλλογή του Ασινίου, στην οποία ευρίσκεται και ο κανηφόρος του.
4. “Scopas habuit aemulos eadem aetate Bryaxim et Timotheum et Leocharen, de quibus simul dicendum est, quoniam pariter caelavere Mausoleum, sepulerum hoc est ab uxore Artemisia factum Mausolo, Cariae regulo, qui obiit olympiadis CVII anno secundo. Opus id ut esset inter septem miracula, hi maximi fecere artifices. Pater ab austro et septentrione sexagenosternos pedes, brevius a frontibus, toto circumitu pedes CCCCXXXX, attollitur in altitudinem XXV cubitus, cingitur columnis XXXVI, pteron, vocavere circumitum.
Ab oriente caelavit Scopas, a septentrione Bryaxis, a meridie Timotheus, ab occasu Leochares, priusque quam peragerent regina obiit. Non tamen recesserunt nisi absoluto, iam di glorie ipsorum artisque monimentum iudicantes ; hodieque certant manus. Accessit et quintus artifex.namque supra pteron pyramis altitudinem inferiorem aequat, viginti quattuor gradibus in metae cacumen se contrahens ; in summo est quadriga marmorea, quam fecit Pythis. Haec adiecta CXXXX pedum altitudine totum opus includit. ”
(Plinius, Natura Historia, XXXVI, 30-31)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ο Βρύαξις, ο Τιμόθεος και ο Λεωχάρης ήταν ανταγωνιστές και σύγχρονοι του Σκόπα, και αναφέρονται συχνά μαζί με αυτόν, καθώς συνεργάστηκαν στο Μαυσωλείο. Αυτός είναι ο τάφος που ανεγέρθηκε από την Αρτεμισία προς τιμή του συζύγου της Μαυσώλου, ηγεμόνα της Καρίας, ο οποίος πέθανε κατά το δεύτερο έτος της 107ης Ολυμπιάδος (351 π.Χ.) και η θέση του μνημείου ανάμεσα στα επτά θαύματα του κόσμου οφείλεται στην εργασία αυτών των καλλιτεχνών. Το μήκος της νότιας και βόρειας πλευράς είναι 63 πόδια. Οι δύο προσόψεις είναι βραχύτερες και η συνολική περίμετρος του μνημείου είναι περίπου τετρακόσια σαράντα πόδια. Το ύψος του Μαυσωλείου είναι εικοσιπέντε πήχεις και έχει τριάντα έξι κίονες. Η κιονοστοιχία καλείται πτερό.
Τα γλυπτά της ανατολικής πλευράς φιλοτεχνήθηκαν από τον Σκόπα, αυτά στη βόρεια από τον Βρύαξι, στα νότια από τον Τιμόθεο και στην δυτική από τον Λεωχάρη. Η βασίλισσα πέθανε πριν την ολοκλήρωση του έργου, αλλά οι καλλιτέχνες συνέχισαν τις εργασίες τους, θεωρώντας ότι (το Μαυσωλείο) θα αποτελέσει μόνιμο μνημείο της δικής τους δόξας και καλλιτεχνικής κληρονομιάς, και ανταγωνίζονταν για τη δόξα. Ένας πέμπτος καλλιτέχνης επίσης εργάστηκε για το μνημείο. Πάνω στο πτερό στηρίζεται μία πυραμίδα, ισοϋψής με το κατώτερο τμήμα της κατασκευής (το πόδιο), αποτελουμένη από εικοσιτέσσερα βαθμιδωτά σκαλοπάτια που υψώνονται σε σχήμα κώνου. Στην κορυφή υπάρχει ένα μαρμάρινο τέθριππο, έργο του Πυθέα. Μαζί με το άρμα, το ύψος του μνημείου είναι εκατό σαράντα πόδια.
5. “Universo templo (Ephesiae Dianae) longitudo est CCCCXXV pedum, latitudo CCXXV, columnae CXXVII a singulis regibus factae LX pedum altitudine, ex iis XXXVI caelatae, una a Scopa. Operi praefuit Chersiphron architectus.”
(Plinius, Natura Historia,XXXVI, 95)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ολόκληρο το μήκος του ναοί είναι 425 πόδια και το πλάτος του 225· υπάρχουν επίσης 127 κίονες, ύψους 60 ποδιών, καθεμία κατασκευασμένη από διαφορετικό ηγεμόνα. Από αυτές, οι τριάντα έξι είναι ανάγλυφες, μία από αυτές (sc. φιλοτεχνημένη) από τον Σκόπα. Ο επιβλέπων αρχιτέκτονας ήταν ο Χερσίφρων.
6. “Sunt in Cnido et alia signa marmorea inlustrium artificum, Liber pater Bryaxidis et alter Scopae et Minerva, nec maius aliud Veneris Praxiteliae specimen quam quod inter haec sola memorantur.”
(Plinius,Natura Historia, XXXVI, 22)
Υπάρχουν στην Κνίδο και άλλα μαρμάρινα αγάλματα από μεγάλους καλλιτέχνες, όπως ένας Διόνυσος από τον Βρύαξι, άλλος ένας Διόνυσος, και επίσης μία Αθηνά από το Σκόπα, και δεν υπάρχει πιο ευχάριστος έπαινος από την Αφροδίτη του Πραξιτέλη από το γεγονός ότι ανάμεσα σε όλα αυτά μόνο αυτοί διασώζεται η φήμη μέχρι σήμερα.
7. “par haesitatio in templo Apollinis Sosiani, Niobae liberos morientes Scopas an Praxiteles fecerit; item Ianus pater, in suo templo dicatus ab Augusto ex Aegypto advectus, utrius manu sit, iam quidem et auro occultatus.”
(Plinius, Natura Historia, XXXVI, 28)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Είναι σχεδόν αβέβαιο αν ο Σκόπας ή ο Πραξιτέλης φιλοτέχνησε τα θνήσκοντα παιδιά της Νιόβης στο ναό του Σωσίου Απόλλωνος, και επίσης ποιος από αυτούς φιλοτέχνησε τον Ιανό που μετεφέρθη από τον Αύγουστο από την Αίγυπτο και ανετέθη στο ναό του. Το άγαλμα αυτό του Ιανού είναι επιχρυσωμένο.
8. “…..neque tu pessuma munerum
ferres, divite me scilicet artium
quas aut Parrhasius protulit aut Scopas,
hic saxo, liquidis ille coloribus
sollers nunc hominem ponere, nunc deum.” (Οράτιος, Carm.,IV, 8, 4-8)
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
…ούτε θα μπορούσε να φέρει την ευτέλεια των δώρων μου, αν ήμουν πλούσιος, στους θησαυρούς που ο Παρράσιος παρήγαγε, ή ο προικισμένος Σκόπας, ο ένας σε μάρμαρο, ο άλλος σε χρώματα, για να απεικονίσουν πότε έναν ήρωα, πότε έναν θεό.
10. “Fingebat Carneades in Chiorum lapicidinis saxo diffisso caput extitisse Panisci. Credo aliquam non dissimilem figuram, sed certe non talem ut eam factam a Scopa diceres” (Cic., De divinat., I, 13).
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ:
Ο Καρνεάδης συνήθιζε να αναφέρει μία ιστορία ότι, μια φορά, στα λατομεία της Χίου, όταν μια πέτρα εξορύχθηκε, εμφανίστηκε σε αυτή η παιδική κεφαλή του Πάνα. Πιστεύω ότι η μορφή ίσως είχε μια κάποια ομοιότητα με τη μορφή του θεού, αλλά σίγουρα η ομοιότητα αυτή δεν θύμιζε έργο του Σκόπα.
Η αρχή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα πρώτα στάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας του Σκόπα ανιχνεύονται στο Πρυτανείο της Πάρου, στο οποίο εργάστηκε, κατά τον G. Gruben, ως αρχιτέκτονας. Ο καθηγητής στο Berkeley University A. Stewart θεωρεί ότι ο Σκόπας μετέβη στην Πελοπόννησο, γύρω στο 380 π.Χ., όπου μαθήτευσε στην Επίδαυρο, ως γλύπτης, στο πλευρό του Τιμόθεου. Τη συμμετοχή του Σκόπα στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου συνυποδηλώνει ο αρχιτεκτονικός παραλληλισμός του ναού με τον σκοπάδειο ναό της Τεγέας, καθώς και η τυπολογική-εικονογραφική ομοιότητα των έφιππων Νηρηίδων ή Αύρων, ακρωτηρίων του Ασκληπιείου, με την πάνδημο Αφροδίτη του Σκόπα. Το έργο, κατασκευασμένο από χαλκό, προσγράφεται στον καλλιτέχνη, βάσει της μαρτυρίας του Παυσανία.[6]. Η Chr. Vroster εύλογα διατυπώνει το ερώτημα, αν πρόκειται για δημιουργία του Σκόπα του 4ου αι. π.Χ. ή του προγενέστερου Σκόπα (Ι), καθώς ο Σκόπας αναφέρεται από τις πηγές αποκλειστικά ως αγαλματοποιός.[7] Ο εικονογραφικός τύπος του αγάλματος έχει αναγνωριστεί, από τους μελετητές, σε μία σειρά απεικονίσεων σε άλλες μορφές τέχνης, όπως ερυθρόμορφα αγγεία, ειδώλια, κοσμήματα και ανάγλυφα. Το έργο είναι επίσης γνωστό από νομίσματα της Ήλιδας, των αυτοκρατορικών χρόνων.
Ο Σκόπας ως αρχιτέκτονας του ναού της Αλέας Αθηνάς
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η μαθητεία του Σκόπα στην Επίδαυρο, πλησίον του γλύπτη Τιμοθέου και άλλων σημαντικών καλλιτεχνών, υπήρξε διδακτική, καθώς οι κατακτήσεις της αρχιτεκτονικής του πρώιμου 4ου π.Χ. αι. -υπό το πρίσμα της αττικής καλλιτεχνικής παράδοσης- αφομοιώνονται δημιουργικά στον τεγεατικό ναό της Αλέας Αθηνάς. Ο ναός αποδίδεται στον Σκόπα, βάσει της μαρτυρίας του Παυσανία, ο οποίος παρέχει ένα terminus post 395 π. Χ. για την χρονολόγηση του σκοπάδειου ναού. Παρά την μέχρι στιγμής εμμονή των μελετητών από την εποχή του Furtwängler και εξής, ο Σκόπας εργάστηκε στην Τεγέα ως αρχιτέκτονας και όχι ως γλύπτης. Ωστόσο, δεν αποκλείεται να κατασκευάστικαν τα εναέτια γλυπτά και οι μετόπες από τους μαθητές του, εφ' όσον η κατασκευή του ναού διήρκησε άνω των 20 ετών και ο Πάριος καλλιτέχνης, κατά την περίοδο αυτή, εργαζόταν σε άλλες περιοχές του ελληνικού κόσμου.
Ο περιηγητής του 2ου αι. μ.Χ. Παυσανίας αναφέρεται στον τεγεάτικο ναό ως εξής: "Τεγεάταις δὲ Ἀθηνᾶς τῆς Ἀλέας τὸ ἱερὸν τὸ ἀρχαῖον ἐποίησεν Ἄλεος χρόνῳ δὲ ὕστερον κατασκευάσαντο οἱ Τεγεᾶται τῇ θεῷ ναὸν μέγαν τε καὶ θέας ἄξιον, ἐκεῖνο μὲν δὴ πῦρ ἠφάνισεν ἐπινεμηθὲν ἐξαίφνης, Διοφάντου παρ’ Ἀθηναίοις ἄρχοντος, δευτέρῳ δὲ ἔτει τῆς ἔκτης καὶ ἐνενηκοστῆς ὀλυμπιάδος, ἥν Εὐπόλεμος Ἡλεῖος ἐνίκα στάδιον. Ὁ δὲ ναὸς ὁ ἐφ’ ἡμῶν πολὺ δὴ τι τῶν ναῶν, ὅσοι πελοποννησίοις ἐστὶν, ἐς κατασκευὴν προέχει τὴν ἅλλην καὶ ἐς μέγεθος…. ἀρχιτέκτονα δὲ ἐπυνθανόμην Σκόπαν αὐτοῦ γενέσθαι τὸν Πάριον...ὁ μὲν δὴ πρῶτος ἐστιν αὐτῷ κόσμος τῶν κιόνων Δώριος, ὁ δὲ ἐπὶ τούτῳ Κορίνθιος· ἐστήκασι δὲ καὶ ἐντὸς τοῦ ναοῦ κίονες ἐργασίας τῆς Ἰώνων.…τὰ δὲ ἐν τοῖς ἀετοῖς ἔστιν ἔμπροσθεν ἡ θήρα τοῦ ὑός τοῦ Καλυδωνίου. Πεποιημένου δἐ κατἀ μέσον μάλιστα τοῦ ὑός τῇ μὲν ἐστιν Ἀταλάντη καὶ Μελέαγρος καὶ Θησεὺς Τελαμών τε καὶ Πηλεύς και Πολυδεύκης καὶ Ἰόλαος, ὅς τὰ πλεῖστα Ἡρακλεῖ συνέκαμνε τῶν ἔργων, καὶ Θεστίου παῖδες, ἀδελφοὶ δὲ Ἀλθαίας, Πρόθους καὶ Κομήτης. Κατὰ δὲ τοῦ ὑός τὰ ἕτερα Ἀγκαῖον ἔχοντα ἤδη τραύματα καὶ ἀφέντα τὸν πέλεκυν ἀνέχων ἐστὶν Ἔποχος, παρὰ δὲ αὐτὸν Κάστωρ καὶ Ἀμφιάραος Ὀϊκλέους, ἐπὶ δὲ αὐτοῖς Ἱππόθους ὁ Κερκυόνος τοῦ Ἀγαμήδους τοῦ Στυμφήλου· τελευταῖος δέ ἐστιν εἰργασμένος Πειρίθους. Τὰ δὲ ὄπισθεν πεποιημένα ἐν τοῖς ἀετοῖς Τηλέφου πρὸς Ἀχιλλέα ἐστίν ἡ ἐν Καΐκου πεδίῳ μάχη…"[8].
Η θέση του ναού επισημάνθηκε για πρώτη φορά το έτος 1830, από τον Άγγλο αρχαιοδίφη, περιηγητή και τοπογράφο William Leake[9] Πρόκειται για ένα επίμηκες κτήριο με τριμερή διάταξη (πρόναος, σηκός και οπισθόδομος), κατά τα πρότυπα προγενέστερων μνημείων. Η ευθυντηρία του μνημείου έχει διαστάσεις 49.56x21.20 μ. Το πτερό περιβάλλεται από δωρική περίσταση, η οποία συνάδει με το λιτό αρκαδικό τοπίο. Ωστόσο, η καλαισθησία του Σκόπα εκφράζεται εναργέστερα στο εσωτερικό μνημείο, όπου διαμορφώνεται ιωνική και κορινθιακή κιονοστοιχία.
Οι μαθητές του Σκόπα και η αρχιτεκτονική παράδοση του 4ου αι. π.Χ.
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Περίοπτα έργα του Σκόπα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αντίγραφα των έργων του εκτίθενται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο, ενώ θραύσματα πρωτότυπων έργων του από το ναό της Αλέας Αθηνάς εκτίθενται στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στην Αθήνα (όπως η περίφημη κεφαλή της θεάς Υγείας). Ο αναπαυόμενος Άρης βρίσκεται στο Εθνικό Μουσείο της Ρώμης. Ένα αντίγραφο του κιθαρωδού Απόλλωνα βρίσκεται στο αρχαιολογικό Μουσείο Καπιτολίνι της Ρώμης. Η κεφαλή τους Μελέαγρου εκτίθεται στο Βρετανικό Μουσείο και στο Μουσείο Tέχνης του Χάρβαρντ (μουσείο Arthur M. Sackler) στις ΗΠΑ. Αντίγραφα του Πόθου εκτίθενται σε πολλά μουσεία.
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Andreas Linfert: Von Polyklet zu Lysipp. Polyklets Schule und ihr Verhältnis zu Skopas v. Paros. Diss. Freiburg i. B. 1965.
- Andrew F. Stewart: Skopas of Paros. Noyes Pr., Park Ridge, N.Y. 1977. ISBN 0-8155-5051-0
- Andrew Stewart: Skopas in Malibu. The head of Achilles from Tegea and other sculptures by Skopas in the J. Paul Getty Museum J. Paul Getty Museum, Malibu, Calif. 1982. ISBN 0-89236-036-4
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 The Fine Art Archive. cs
.isabart .org /person /131356. Ανακτήθηκε στις 1 Απριλίου 2021. - ↑ Παυσανίας: (αρχαία ελληνικά) Ελλάδος περιήγησις.
- ↑ Βλ. J. Overbeck, Die antiken Schriftquellen zur Geschichte der bildenden Kunste bei den Griechen (Leipzig 1868) Nr. 942.
- ↑ Βλ. Stewart 1977, 1.
- ↑ Βλ. Stewart 1977, 141· Δ. Κούσουλας, Η πάνδημος Αφροδίτη του Σκόπα (υπό εκτυπωση).
- ↑ Πρβλ. Παυσ., VI, 25,1: "περιέχεται μεν το τέμενος (:εν Ήλιδι) θριγκω, κρηπίς δε εντός του τεμένους πεποίηται και επί τη κρηπίδι άγαλμα Αφροδίτης χαλκουν επί τράγω κάθηται χαλκώ. Σκόπα τούτο έργον, Αφροδίτη δε πάνδημον ονομάζουσι"
- ↑ Βλ. σχετικά Chr. Vorster, s. v. "Skopas", in: R. Vollkommer, Hrsg., Künstlerlexikon der Antike 2 (Leipzig-München 2004) 392.
- ↑ Παυσ., 8.45.3-7
- ↑ Πρβλ. Leake 1830, 90.