[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λανιίδες

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λανιίδες
Το είδος Lanius collurio
Το είδος Lanius collurio
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Υποσυνομοταξία: Σπονδυλωτά (Vertebrata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Υφομοταξία: Νεόγναθα (Neognathae)
Τάξη: Στρουθιόμορφα (Passeriformes)
Υποτάξη: Ωδικά (Oscines ή Passeri)
Υπεροικογένεια: Κορακοειδή (Corvoidea)
Οικογένεια: Λανιίδες
Laniidae
Rafinesque, 1815

Οι λανιίδες (επιστημονική-λατινική ονομασία Laniidae) είναι οικογένεια στρουθιόμορφων ωδικών πτηνών. Περιλαμβάνει τέσσερα γένη και 34 είδη.

Η ονομασία της οικογένειας, όπως και εκείνη του μεγαλύτερου γένους της, του Lanius (κοινώς κεφαλάδες ή αετομάχοι), προέρχεται από τη λατινική λέξη που σημαίνει «χασάπης» και οφείλεται στη συνήθεια των πουλιών αυτών να καρφώνουν τη λεία τους (κυρίως έντομα) πάνω σε αγκάθια (βλ. την ενότητα για τη συμπεριφορά).[1]

Γεωγραφική κατανομή και ενδιαίτημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα περισσότερα είδη της οικογένειας ζουν στην Ευρασία και την Αφρική. Μόνο δύο από τα 34 αναπαράγονται στη Βόρεια Αμερική, ενώ κανένα δεν συναντάται στη Νότια Αμερική ή στην Αυστραλία, αν και ένα φθάνει έως τη Νέα Γουινέα. Η έκταση της κατανομής διαφέρει πολύ από είδος σε είδος, π.χ. το Lanius excubitor συναντάται στο μεγαλύτερο μέρος της Ευρασίας και όλη τη βορείως του ισημερινού Αφρική ενώ το Lanius newtoni περιορίζεται στη νήσο Σάο Τομέ.[2]

Οι λανιίδες ζουν σε ανοικτά ενδιαιτήματα, ιδίως σε στέπες και σαβάνες. Λιγοστά είδη της οικογένειας κατοικούν σε δάση και σπανίως συναντώνται σε ανοικτές περιοχές. Μερικά είδη είναι αποδημητικά: αναπαράγονται σε βόρεια πλάτη το καλοκαίρι και ταξιδεύουν σε θερμότερους τόπους για να περάσουν τον χειμώνα. Τέτοια είδη είναι «διαβατάρικα» από την Ελλάδα.

Οι λανιίδες είναι πουλιά μεσαίου μεγέθους, με γκρίζο, καφετί ή μαυρόασπρο πτέρωμα. Τα περισσότερα είδη έχουν μήκος μεταξύ 16 και 25 εκατοστομέτρων. Ωστόσο, το γένος Corvinella, με τα πολύ μακριά φτερά της ουράς, μπορεί να φθάσει σε ολικό μήκος το μισό μέτρο. Το άνω ράμφος τους είναι γαμψό, παρόμοια με εκείνα των αρπακτικών πτηνών, χαρακτηριστικό που φανερώνει το είδος της τροφής τους (είναι σαρκοφάγα).

Μια μέλισσα που προφανώς συνελήφθη και καρφώθηκε πάνω σε αγκάθι από κάποιο πουλί της οικογένειας.

Οι λανιίδες είναι γνωστές για τη συνήθειά τους να καρφώνουν τη λεία τους πάνω σε αγκάθια φυτών, μυτερά κλαδιά ή και αγκαθωτά συρματοπλέγματα. Βοηθούνται έτσι στο να τα ξεσχίζουν σε μικρότερες μπουκιές και να τα διατηρούν ως απόθεμα για να τα καταναλώνουν σταδιακά αργότερα.[3] Ειδικότερα στην περίπτωση του τοξικού είδους ακρίδας Romalea microptera, το πουλί μπορεί έτσι να περιμένει μία ή δύο ημέρες προκειμένου να διασπασθούν οι τοξίνες μέσα στο σώμα της ακρίδας προτού τη φάει.[4]

Ο Lanius ludovicianus σκοτώνει τα σπονδυλωτά με τα οποία τρέφεται πιάνοντάς τα από τον λαιμό και τινάζοντάς τα βίαια, ώστε να σπάσει τη σπονδυλική στήλη τους.[5]

Οι λανιίδες ορίζουν περιοχές κυριαρχίας ανά ζεύγος και τις υπερασπίζονται από την εισβολή άλλων ζευγών. Στα αποδημητικά είδη μία τέτοια περιοχή ορίζεται στους τόπους αναπαραγωγής και μία μικρότερη περιοχή ορίζεται στους τόπους ξεχειμωνιάσματος.[2] Σε μέρη όπου συνυπάρχουν διαφορετικά είδη λανιιδών, ο ανταγωνισμός για τις περιοχές κυριαρχίας μπορεί να είναι έντονος. Συνεκδοχικώς, συχνά παρατηρούμε τις λανιίδες σε περίοπτες θέσεις, χωρίς να προσπαθούν να κρυφθούν, αλλά και σε ανορθωμένη στάση, διότι δεν καιροφυλακτούν μόνο για τη λεία τους, αλλά και επιδιώκουν να καταστήσουν εμφανή την παρουσία τους σε αντίπαλα άτομα.

Οι λανιίδες είναι γενικώς μονογαμικά πτηνά, αν και σε κάποια είδη έχει καταγραφεί το ζευγάρωμα ενός αρσενικού με περισσότερα του ενός θηλυκά.[2] Η συνεργατική ανατροφή των νεοσσών, με νεαρά άτομα να βοηθούν τους γονείς τους να μεγαλώσουν τα μικρότερα σε ηλικία αδέλφια τους, έχει παρατηρηθεί και καταγραφεί σε δύο από τα τέσσερα γένη, τα Eurocephalus και Corvinella, καθώς και σε ένα είδος του γένους Lanius. Τα αρσενικά προσελκύουν τα θηλυκά στην περιοχές κυριαρχίας τους με συλλογές από αντικείμενα, είτε φαγώσιμα, είτε με έντονα χρώματα. Το αρσενικό εκτελεί έναν στιλιζαρισμένο χορό, που περιλαμβάνει κινήσεις οι οποίες μιμούνται το «σούβλισμα» της λείας πάνω σε αγκάθια, και επιπλέον ταΐζει το θηλυκό. Οι λανιίδες κατασκευάζουν απλές φωλιές σε σχήμα κούπας, από κλαδάκια και φύλλα χλόης, μέσα σε θάμνους και στα χαμηλότερα κλαδιά δέντρων.[3]

Η οικογένεια εισάχθηκε στην ταξινομική (αλλά με την ονομασία Lanidia) το 1815 από τον Γάλλο Κονσταντέν Σαμυέλ Ραφινέσκ, που μόλις είχε εγκατασταθεί στις ΗΠΑ.[6][7]

Σήμερα αναγνωρίζονται γενικώς τα εξής γένη και είδη στην οικογένεια[8]

ΓΕΝΟΣ: Lanius - Linnaeus, 1758

Είδη:

ΓΕΝΟΣ: Corvinella - Lesson, 1831

Είδος:

ΓΕΝΟΣ: Eurocephalus - A. Smith, 1836

Είδη:

ΓΕΝΟΣ: Urolestes - Cabanis, 1850

Είδος:


  1. Jobling, James A. (2010). The Helm Dictionary of Scientific Bird NamesΔωρεάν πρόσβαση υπoκείμενη σε περιορισμένη δοκιμή, συνήθως απαιτείται συνδρομή. Λονδίνο: Christopher Helm. σελ. 219. ISBN 978-1-4081-2501-4. 
  2. 2,0 2,1 2,2 Yosef, Reuven (2008). «Family Laniidae (Shrikes)». Στο: Josep, del Hoyo· Andrew, Elliott· David, Christie. Handbook of the Birds of the World, τόμος 13 (Penduline-tits to Shrikes). Βαρκελώνη: Lynx Edicions. σελίδες 732–773. ISBN 978-84-96553-45-3. 
  3. 3,0 3,1 Clancey, P.A. (1991). Forshaw, Joseph, επιμ. Encyclopaedia of Animals: Birds. Λονδίνο: Merehurst Press. σελ. 180. ISBN 1-85391-186-0. 
  4. Yosef, Reuven; Whitman, Douglas W. (1992). «Predator exaptations and defensive adaptations in evolutionary balance: No defence is perfect». Evolutionary Ecology 6 (6): 527-536. doi:10.1007/BF02270696. https://archive.org/details/sim_evolutionary-ecology_1992-11_6_6/page/527. 
  5. Sustaita, Diego; Rubega, Margaret A.; Farabaugh, Susan M. (2018). «Come on baby, let's do the twist: the kinematics of killing in loggerhead shrikes». Biology Letters 14 (9). doi:10.1098/rsbl.2018.0321. PMID 30185607. 
  6. Rafinesque, Constantine Samuel (1815). Analyse de la nature ou, Tableau de l'univers et des corps organisés (στα Γαλλικά). Palermo: αυτοέκδοση. σελ. 67. 
  7. Bock, Walter J. (1994). History and Nomenclature of Avian Family-Group Names. Bulletin of the American Museum of Natural History. νο. 222. Νέα Υόρκη: American Museum of Natural History. σελίδες 150, 252. hdl:2246/830. 
  8. Gill, Frank· Donsker, David, επιμ. (2019). «Shrikes, vireos & shrike-babblers». World Bird List Version 9.2. International Ornithologists' Union. Ανακτήθηκε στις 14 Αυγούστου 2019. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]