ντοκ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ντοκ < (άμεσο δάνειο) αγγλική dock < μέση αγγλική dock < μέση ολλανδική docke < μεσαιωνική λατινική ducta / ductus < λατινική duco < πρωτοϊταλική *doukō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déwkti < *dewk- (οδηγώ)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ντοκ ουδέτερο άκλιτο
- (ναυτικός όρος) το τμήμα σε ένα εμπορικό λιμάνι μεταξύ των προβλητών των πλοίων και του κεντρικού κρηπιδώματος, όπου γίνεται η φόρτωση ή η εκφόρτωση των προϊόντων
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση ολλανδική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊταλική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)