dock

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dock docks

dock (en)

  1. η αποβάθρα
    ⮡  boat arrival dock - αποβάθρα υποδοχής σκαφών
  2. το εδώλιο του κατηγορουμένου
ενεστώτας dock
γ΄ ενικό ενεστώτα docks
αόριστος docked
παθητική μετοχή docked
ενεργητική μετοχή docking

dock (en)

  1. αράζω
  2. σταθεροποιώ



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
dock docks

dock (fr) αρσενικό

  1. αποβάθρα
  2. αποθήκη, υπόστεγο αποβάθρας λιμανιού

Συγγενικά

[επεξεργασία]