dock
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dock | docks |
dock (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | dock |
γ΄ ενικό ενεστώτα | docks |
αόριστος | docked |
παθητική μετοχή | docked |
ενεργητική μετοχή | docking |
dock (en)
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
dock | docks |
dock (fr) αρσενικό