layman
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
layman | laymen |
layman (en)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- in layman's terms / με απλά λόγια