lay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός lay
συγκριτικός more lay
υπερθετικός most lay

lay (en)

  1. που δεν είναι επαγγελματίας
  2. λαϊκός (όχι κληρικός)
     συνώνυμα: layman

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
lay lays

lay (en)

ενεστώτας lay
γ΄ ενικό ενεστώτα lays
αόριστος laid
παθητική μετοχή laid
ενεργητική μετοχή laying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

lay (en)

  1. (μεταβατικό) βάζω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση, ειδικά όταν γίνεται απαλά ή προσεκτικά
    ⮡  She laid the plates on the table.
    Έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη put
  2. (μεταβατικό) στρώνω, απλώνω κάτι σε κάτι, καλύπτω κάτι με ένα στρώμα από κάτι
    ⮡  They laid papers on the floor in order to paint the walls.
    Έστρωσαν στο πάτωμα χαρτιά για να βάψουν τους τοίχους.
  3. (μεταβατικό) καταθέτω, τοποθετώ κάτι κάτω, ειδικά στο πάτωμα, έτοιμο για χρήση
    ⮡  The director laid the foundation stone of the new hospital.
    Ο διευθυντής κατάθεσε το θεμέλιο λίθο του νέου νοσοκομείου.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

lay (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]