layman

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.

Ετυμολογία

layman < lay + man

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈleɪmən/
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
layman laymen

layman (en)

  1. άσχετος με το αντικείμενο, μη ειδικός
  2. λαϊκός, μη κληρικός
     συνώνυμα: lay

Αντώνυμα

Εκφράσεις