jurat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jurat (ro) αρσενικό
- ο ένορκος
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του jurat
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un jurat | juratul | nişte jurați | jurațiilor |
γενική | a unui jurat | juratului | a unor jurați | jurațiilor |
δοτική | a unui jurat | juratului | a unor jurați | jurațiilor |
αιτιατική | un jurat | juratul | nişte jurați | jurațiilor |
κλητική | — | - | — | - |