initiate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας initiate
γ΄ ενικό ενεστώτα initiates
αόριστος initiated
παθητική μετοχή initiated
ενεργητική μετοχή initiating

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɪˈnɪʃɪeɪt/

initiate (en)

  1. ξεκινώ, αρχίζω
    ⮡  We need to initiate discussions as soon as possible. Χρειάζεται να αρχίσουμε συζητήσεις το γρηγορότερο δυνατόν
  2. μυώ
    ⮡  She was formally initiated into the cult. Μυήθηκε και επισήμως στην αίρεση.

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]