initialisation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
initialisation initialisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

initialisation (en)

  1. άλλη γραφή του initialization

Συγγενικά

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
initialisation initialisations

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

initialisation (fr) θηλυκό

  1. η αρχικοποίηση