complete

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός complete
συγκριτικός more complete
υπερθετικός most complete

complete (en)

  1. (όχι πριν από το ουσιαστικό) ολοκληρωμένος, τελειωμένος
    ⮡  My report isn’t complete yet.
    Η έκθεσή μου δεν έχει ολοκληρωθεί/τελειώσει ακόμα.
  2. (συνήθως πριν από το ουσιαστικό) πλήρης, τέλειος, σκέτος, χρησιμοποιείται όταν τονίζω κάτι, για να σημαίνει "στο μέγιστο δυνατό βαθμό"
    ⮡  a complete success/surprise - πλήρης επιτυχία/τέλεια έκπληξη
    ⮡  The food was a complete failure.
    Το φαγητό ήταν μια σκέτη αποτυχία.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη total
  3. (μαθηματικά) πλήρης

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας complete
γ΄ ενικό ενεστώτα completes
αόριστος completed
παθητική μετοχή completed
ενεργητική μετοχή completing

complete (en)

  1. ολοκληρώνω
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη finish
  2. συμπληρώνω
     συνώνυμα: fill in, fill out