dor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλοσαξονικά (ang)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dor (ang)
Βρετονικά (br)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dor (br) θηλυκό
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dor | dores |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]dor (pt)