spot

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 22:01, 15 Μαΐου 2023 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spot spots

spot (en)

  1. σημείο, τόπος, θέση
    ⮡  Show us the exact spot where you found the gun.
    Δείξε μας την ακριβή θέση όπου βρήκες το όπλο.
  2. κηλίδα, λεκές
  3. στάλα
  4. βούλα, στίγμα, πουά
  5. σπυρί
  6. σφήνα σε πρόγραμμα
ενεστώτας spot
γ΄ ενικό ενεστώτα spots
αόριστος spotted
παθητική μετοχή spotted
ενεργητική μετοχή spotting

spot (en)

  1. διακρίνω, εντοπίζω, επισημαίνω, μυρίζομαι
    ⮡  The thieves went in and went out without being spotted.
    Οι κλέφτες μπήκαν και βγήκαν, χωρίς να τους μυριστούν.
     συνώνυμα: notice

Αναγραμματισμοί

[επεξεργασία]