κηλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κηλίδα | οι | κηλίδες |
γενική | της | κηλίδας | των | κηλίδων |
αιτιατική | την | κηλίδα | τις | κηλίδες |
κλητική | κηλίδα | κηλίδες | ||
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κηλίδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κηλίς από την αιτιατική σε -ίδα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κηλίδα θηλυκό
- σημείο μιας επιφάνειας με διαφορετικό χρώμα από αυτήν
- βρόμικο σημείο, λεκές
- (μεταφορικά) μια κατακριτέα πράξη που κηλιδώνει ηθικά το βίο ενός ανθρώπου
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)