notice

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

notice (en)

  1. η προκήρυξη, ένα φύλλο χαρτιού που δίνει γραπτές ή έντυπες πληροφορίες, που συνήθως τοποθετείται σε δημόσιο χώρο
    ⮡  distribution of notices - μοίρασμα προκηρύξεων
  2. η ταμπέλα, η πινακίδα που δίνει πληροφορίες, μια οδηγία ή μια προειδοποίηση
    ⮡  At the entrance to the hospital there’s a notice with the hours when visits are allowed.
    Στην είσοδο του νοσοκομείου υπάρχει ταμπέλα με τις ώρες που επιτρέπονται οι επισκέψεις.
    ⮡  A notice informed people that the sea is contaminated.
    Μια πινακίδα πληροφορούσε τον κόσμο ότι η θάλασσα είναι μολυσμένη.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη sign
  3. η αγγελία, μια μικρή ανακοίνωση σε εφημερίδα ή περιοδικό
    ⮡  marriage/death/birth notices - αγγελίες γάμου/θανάτου/γεννήσεως
  4. (μη μετρήσιμο) η αντίληψη, η είδηση, η ενέργεια κάποιου που δίνει προσοχή σε κάποιον ή κάτι ή γνωρίζει για κάτι
    ⮡  Didn't you take any notice of the changes?
    Δεν έπεσαν στην αντίληψή σου κάποιες αλλαγές;
    ⮡  He left without attracting any notice.
    Έφυγε χωρίς να τον πάρουν είδηση.
  5. (μη μετρήσιμο) η προειδοποίηση, η ειδοποίηση, πληροφορίες που δίνονται εκ των προτέρων για κάτι που πρόκειται να συμβεί
    ⮡  She left him without notice.
    Τον εγκατέλειψε χωρίς προειδοποίηση.
    ⮡  until further notice - μέχρι νεωτέρας ειδοποιήσεως
    ⮡  I can’t find another secretary on (such) short notice.
    Δεν μπορώ να βρω άλλη γραμματέα στο άψε σβήσε/σε τόσο λίγο χρόνο.
    ⮡  The cook left without notice.
    Η μαγείρισσα έφυγε απροειδοποίητα.
     συνώνυμα: warning
  6. (μη μετρήσιμο) η προθεσμία, επίσημη ενημέρωση ή προειδοποίηση
    ⮡  I was given six months’ notice to leave the house.
    Μου δώσανε έξη μήνες προθεσμία να εγκαταλείψω το σπίτι.
    ⮡  I let him go with a month’s notice.
    Τον απέλυσα με προειδοποίηση ενός μήνα.
    ⮡  I will give my employer notice that I plan on leaving.
    Θα ειδοποιήσω τον εργοδότη μου ότι σκοπεύω να φύγω.
ενεστώτας notice
γ΄ ενικό ενεστώτα notices
αόριστος noticed
παθητική μετοχή noticed
ενεργητική μετοχή noticing

notice (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι, προσέχω, βλέπω ή ακούω κάποιον ή κάτι
    ⮡  Did you notice the similarity between them?
    Παρατήρησες την ομοιότητα μεταξύ τους;
    ⮡  She noticed that his hands were trembling.
    Παρατήρησε ότι τα χέρια του έτρεμαν.
    ⮡  Didn't you notice any changes?
    Δεν αντιλήφθηκες κάποιες αλλαγές;
    ⮡  She left before we even noticed her.
    Έφυγε πριν καν να την αντιληφθούμε.
    ⮡  He passed right by us, almost touching us, but didn’t notice us.
    Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε.
    ⮡  Sorry, I didn’t notice you.
    Με συγχωρείτε, δε σας πρόσεξα.
     συνώνυμα: spot
  2. (μεταβατικό) παίρνω είδηση, τραβώ την προσοχή από άλλους ανθρώπους
    ⮡  Make sure not to be noticed./Make sure not to get (yourself) noticed.
    Κοίτα μη σε πάρουν είδηση.
    ⮡  He jumped in to steal apple, but they noticed him.
    Πήδηξε μέσα να κλέψει μήλα, αλλά τον πήραν είδηση.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



      ενικός         πληθυντικός  
notice notices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

notice (fr) θηλυκό

  1. η σημείωση, το σημείωμα
  2. το επεξηγηματικό φυλλάδιο