seller

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 07:47, 16 Σεπτεμβρίου 2021 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (pwb.py Format errors, διαστήματα, τελείες)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

seller (en)

  1. ο πωλητής, η πωλήτρια
  2. κάτι που "πουλάει", που κάνει καλές πωλήσεις
    best seller



Προφορά

[επεξεργασία]
 

seller (fr)