Η εκτυπώσιμη έκδοση δεν υποστηρίζεται πλέον και μπορεί να έχει σφάλματα μορφοποίησης. Παρακαλούμε ενημερώστε τους σελιδοδείκτες του περιηγητή σας και παρακαλούμε χρησιμοποιήστε εναλλακτικά την προεπιλεγμένη λειτουργία εκτύπωσης του περιηγητή σας.
Ουσιαστικό
seller (en)
- ο πωλητής, η πωλήτρια
- κάτι που "πουλάει", που κάνει καλές πωλήσεις
- best seller
Προφορά
- ⓘ (βοήθεια·αρχείο)
Ρήμα
seller (fr)