obligate

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 08:05, 24 Οκτωβρίου 2022 από την Sarri.greek (συζήτηση | συνεισφορές) (easy links +adjective)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός obligate
συγκριτικός more obligate
υπερθετικός most obligate

obligate (en)

ενεστώτας obligate
γ΄ ενικό ενεστώτα obligates
αόριστος obligated
παθητική μετοχή obligated
ενεργητική μετοχή obligating

obligate (en)