compel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | compel |
γ΄ ενικό ενεστώτα | compels |
αόριστος | compelled |
παθητική μετοχή | compelled |
ενεργητική μετοχή | compelling |
Ρήμα
[επεξεργασία]compel (en)
- (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, τον κάνω να κάνει κάτι
- ⮡ I did not want to resign but they compelled me to.
- Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
- ⮡ They compelled him to go.
- Τον εξανάγκασαν να πάει.
- ⮡ The law compels parents to send their children to school.
- Ο νόμος υποχρεώνει τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη force
- ⮡ I did not want to resign but they compelled me to.
Πηγές
[επεξεργασία]- compel - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 43, 300, 923. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω