force
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
force | forces |
force (en)
- (μη μετρήσιμο) η δύναμη, σωματική δύναμη, ειδικά όπως φαίνεται όταν κάτι χτυπά κάτι άλλο
- ⮡ He hit his hand on the table with force.
- Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι.
- ⮡ He hit his hand on the table with force.
- (μη μετρήσιμο) η δύναμη, η ισχυρή επίδραση ή επιρροή κάτι
- ⮡ May the force be with you.
- Μακάρι η δύναμη να είναι μαζί σου.
- ⮡ May the force be with you.
- η δύναμη, ένα άτομο ή ένα πράγμα που έχει μεγάλη δύναμη ή επιρροή
- ⮡ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
- ⮡ There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
- η δύναμη, μια εκπαιδευμένη και οργανωμένη ομάδα αστυνομικών, στρατιωτών ή άλλου στρατιωτικού προσωπικού
- ⮡ The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
- Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
- ⮡ The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | force |
γ΄ ενικό ενεστώτα | forces |
αόριστος | forced |
παθητική μετοχή | forced |
ενεργητική μετοχή | forcing |
force (en)
- (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, ωθώ, κάνω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει να κάνει
- ⮡ I did not want to resign but they forced me to.
- Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
- ⮡ I am forced to stay in bed for at least five days.
- Είμαι αναγκασμένος να μείνω στο κρεβάτι για τουλάχιστον πέντε ημέρες.
- ⮡ They forced him to go.
- Τον εξανάγκασαν να πάει.
- ⮡ Do not try to force your ideas on us.
- Μην προσπαθείς να μας επιβάλλεις τις ιδέες σου.
- ⮡ I am forcing someone to marry.
- Καταναγκάζω κάποιον να παντρευτεί.
- ⮡ The law forces parents to send their children to school.
- Ο νόμος υποχρεώνει τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
- ⮡ He was forced into crime by poverty.
- Ωθήθηκε στο έγκλημα από τη φτώχεια.
- ≈ συνώνυμα: coerce, compel, impel και make
- ⮡ I did not want to resign but they forced me to.
- (μεταβατικό) διώχνω, πετάω, χρησιμοποιώ τη σωματική δύναμη για να μετακινήσω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση
- ⮡ They forced him from the tavern.
- Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
- ⮡ He grabbed him by the collar and forced him to leave.
- Τον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.
- ⮡ They forced him from the tavern.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- force (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- force (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 43, 300, 317-318, 426, 923, 992. ISBN 9780194325684., λήμμα: αναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, ωθώ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
force | forces |
force (fr) θηλυκό