force

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
force forces

force (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η δύναμη, σωματική δύναμη, ειδικά όπως φαίνεται όταν κάτι χτυπά κάτι άλλο
    ⮡  He hit his hand on the table with force.
    Χτύπησε με δύναμη το χέρι του στο τραπέζι.
  2. (μη μετρήσιμο) η δύναμη, η ισχυρή επίδραση ή επιρροή κάτι
    ⮡  May the force be with you.
    Μακάρι η δύναμη να είναι μαζί σου.
  3. η δύναμη, ένα άτομο ή ένα πράγμα που έχει μεγάλη δύναμη ή επιρροή
    ⮡  There are forces which are trying to systematically short circuit the mechanisms and functions of the state.
    Υπάρχουν δυνάμεις που προσπαθούν συστηματικά να βραχυκυκλώσουν τους μηχανισμούς και τις λειτουργίες του κράτους.
  4. η δύναμη, μια εκπαιδευμένη και οργανωμένη ομάδα αστυνομικών, στρατιωτών ή άλλου στρατιωτικού προσωπικού
    ⮡  The UN will withdraw the peacekeeping forces from the war zones.
    Ο ΟΗΕ θα αποσύρει τις ειρηνευτικές δυνάμεις από τις εμπόλεμες περιοχές.
ενεστώτας force
γ΄ ενικό ενεστώτα forces
αόριστος forced
παθητική μετοχή forced
ενεργητική μετοχή forcing

force (en)

  1. (μεταβατικό) αναγκάζω, εξαναγκάζω, επιβάλλω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, ωθώ, κάνω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει να κάνει
    ⮡  I did not want to resign but they forced me to.
    Δεν ήθελα να παραιτηθώ αλλά με ανάγκασαν.
    ⮡  I am forced to stay in bed for at least five days.
    Είμαι αναγκασμένος να μείνω στο κρεβάτι για τουλάχιστον πέντε ημέρες.
    ⮡  They forced him to go.
    Τον εξανάγκασαν να πάει.
    ⮡  Do not try to force your ideas on us.
    Μην προσπαθείς να μας επιβάλλεις τις ιδέες σου.
    ⮡  I am forcing someone to marry.
    Καταναγκάζω κάποιον να παντρευτεί.
    ⮡  The law forces parents to send their children to school.
    Ο νόμος υποχρεώνει τους γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο.
    ⮡  He was forced into crime by poverty.
    Ωθήθηκε στο έγκλημα από τη φτώχεια.
     συνώνυμα:  coerce, compel, impel και make
  2. (μεταβατικό) διώχνω, πετάω, χρησιμοποιώ τη σωματική δύναμη για να μετακινήσω κάποιον ή κάτι σε μια συγκεκριμένη θέση
    ⮡  They forced him from the tavern.
    Τον έδιωξαν από την ταβέρνα.
    ⮡  He grabbed him by the collar and forced him to leave.
    Τον άρπαξε από το γιακά και τον πέταξε έξω.

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔʁs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
force forces

force (fr) θηλυκό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]