locate

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 19:50, 19 Απριλίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας locate
γ΄ ενικό ενεστώτα locates
αόριστος located
παθητική μετοχή located
ενεργητική μετοχή locating

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
locate < λατινική locatus

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈloʊkeɪt/ & /loʊˈkeɪt/
 

locate (en)

  1. (μεταβατικό) εντοπίζω, βρίσκω την ακριβή θέση κάποιου ή κάτι
    ⮡  The police located the robbers.
    Η αστυνομία εντόπισε τους ληστές.
    ⮡  To get started editing the Windows hosts file, you first need to locate it.
    Για να ξεκινήσετε την επεξεργασία του αρχείου Windows hosts file, πρέπει πρώτα να το εντοπίσετε.
  2. (μεταβατικό) εγκαθιστώ, τοποθετώ ή κατασκευάζω κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  The gasworks plant will be located outside the city.
    Το εργοστάσιο γκαζιού θα εγκατασταθεί έξω από την πόλη.

Συγγενικά

[επεξεργασία]