locate
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
ενεστώτας | locate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | locates |
αόριστος | located |
παθητική μετοχή | located |
ενεργητική μετοχή | locating |
Ετυμολογία
Προφορά
Ρήμα
locate (en)
- (μεταβατικό) εντοπίζω, βρίσκω την ακριβή θέση κάποιου ή κάτι
- ⮡ The police located the robbers.
- Η αστυνομία εντόπισε τους ληστές.
- ⮡ To get started editing the Windows hosts file, you first need to locate it.
- Για να ξεκινήσετε την επεξεργασία του αρχείου Windows hosts file, πρέπει πρώτα να το εντοπίσετε.
- ⮡ The police located the robbers.
- (μεταβατικό) εγκαθιστώ, τοποθετώ ή κατασκευάζω κάτι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ⮡ The gasworks plant will be located outside the city.
- Το εργοστάσιο γκαζιού θα εγκατασταθεί έξω από την πόλη.
- ⮡ The gasworks plant will be located outside the city.