too much

Από Βικιλεξικό
Αναθεώρηση ως προς 02:58, 24 Φεβρουαρίου 2024 από τον Stephilippou (συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφ.) Παλιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφ.) | Νεότερη αναθεώρηση (διαφ.)
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
too much < → δείτε τις λέξεις too και much

Έκφραση

[επεξεργασία]

too much (en)

  • παραείμαι, μια κατάσταση που είναι πολύ δύσκολο να αντιμετωπιστεί
    ⮡  That was too much for me (=I couldn’t stand it).
    Αυτό παραήταν για μένα (=δεν μπορούσα να το ανεχθώ αυτό).

too much (en)

  1. (much ως αντωνυμία) τόσος, πολύς
    ⮡  The food is too much that I can’t finish it.
    Το φαγητό είναι τόσο, ώστε δεν μπορώ να το τελειώσω.
    ⮡  I ate too much.
    Έφαγα πάρα πολύ.
  2. (much ως επίρρημα) πολύ, πάρα πολύ
    ⮡  We do not talk too much.
    Δεν μιλάμε πολύ.
    ⮡  He thinks too much of himself.
    Έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
  3. (much ως προσδιοριστής) πάρα πολύς, υπερβολικά πολύς, υπερβολικός
    ⮡  It is too much money, I cannot get it.
    Είναι πάρα πολλά τα χρήματα, δεν μπορώ να το πάρω.
    ⮡  The food has too much salt.
    Το φαγητό έχει υπερβολικά πολύ αλάτι.
    ⮡  Ice cream contains too much sugar.
    Το παγωτό περιέχει υπερβολική ζάχαρη.
    ⮡  Don’t give it too much importance.
    Μη δίνεις υπερβολική σημασία.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
  • too many μόνο χρησιμοποιείται με μετρήσιμα ουσιαστικά στον πληθυντικό αριθμό