too

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /tuː/
ομόηχο: two

Επίρρημα

[επεξεργασία]

too (en)

  1. πάρα πολύ, υπερβολικά, πολύ, χρησιμοποιείται για να δείχνει ότι κάτι είναι κάτι περισσότερο από καλό, απαραίτητο, δυνατό κτλ.
    ⮡  He thinks too highly of himself.
    Έχει πάρα πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του.
    ⮡  he drinks too much - πίνει υπερβολικά
    ⮡  When it is too hot, I drink a cold milk.
    Όταν έχει υπερβολική ζέστη, πίνω μια κρύα σοκολάτα.
    ⮡  This sweater is too large for me.
    Αυτό το πουλόβερ είναι πολύ φαρδύ για μένα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη excessively
  2. (συνήθως στο τέλος της πρότασης) επίσης, κι εγώ, επιπλέον, και μάλιστα
    ⮡  I will buy this too.
    Θα αγοράσω επίσης κι αυτό.
    ⮡  Show me the way so that I can do it too.
    Δείξε μου τον τρόπο για να το κάνω κι εγώ.
    ⮡  I’m not going unless you come too.
    Δεν πηγαίνω εκτός κι αν έρθεις κι εσύ.
    ⮡  He gave me advice and money too.
    Μου ‘δωσε συμβουλές κι επιπλέον και χρήματα.
    ⮡  He passed and with a scholarship too.
    Πέρασε, και με υποτροφία μάλιστα.
    ⮡  We had a lot of snow, and in May too!
    Είχαμε πολύ χιόνι, και μάλιστα το Μάη.
     συνώνυμα: also, → και δείτε τη λέξη additionally

Παράγωγα

[επεξεργασία]