τόσος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      τόσος      τόση      τόσο
      γενική τόσου τόσης τόσου
    αιτιατική τόσο τόση τόσο
     κλητική
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική      τόσοι      τόσες      τόσα
      γενική τόσων τόσων τόσων
    αιτιατική τόσους τόσες τόσα
     κλητική
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Αντωνυμίες

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τόσος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τόσος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈto.sos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τό‐σος

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

τόσος, -η, -ο (δεικτική αντωνυμία)

  1. ίδιος ή όμοιος σε σχέση με το μέγεθος, την ένταση, τη διάρκεια ή την ποσότητα
    ⮡  Έπεσε τόση βροχή, όση χρειάζονται τα φυτά
  2. μέχρι τέτοιου σημείου μεγάλος ή πολύς
    ⮡  Είχα τόση δουλειά χθες!
    ⮡  Δε θέλω τόσο φαγητό
  3. πάρα πολύς
  4. (μετά από αριθμό) και κάτι, και περισσότερο
    ⮡  δύο φορές τόσες
  5. ακριβώς ίσος στο μέγεθος, την ένταση, τη διάρκεια ή την ποσότητα
    ⮡  Έχω τόσους φίλους, όσους χρειάζομαι
  6. (+ και) όχι πάρα πολύς

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]