Ντι (Ντρομ)
Συντεταγμένες: 44°45′13″N 5°22′13″E / 44.75361°N 5.37028°E
Ντι | ||
---|---|---|
Η κοινότητα Ντι | ||
| ||
Διοίκηση | ||
Χώρα | Γαλλία | |
Διοικητική υπαγωγή | καντόνιο της Ντι, Ντρομ και διαμέρισμα της Ντι | |
• Mayor of Die | Isabelle Bizouard (από 2020) | |
Ταχυδρομικός κώδικας | 26150[1] | |
Κωδικός Κοινότητας | 26113[2] | |
Πληθυσμός | 4.803 (1 Ιανουαρίου 2021)[3] | |
Έκταση | 57,28 km²[4] | |
Υψόμετρο | 410 μέτρα, 367 μέτρα[5] και 1.841 μέτρα[5] | |
Ζώνη ώρας | UTC+01:00 (επίσημη ώρα) UTC+02:00 (θερινή ώρα) | |
44°45′13″N 5°22′13″E | ||
Ιστότοπος | https://www.mairie-die.fr/ | |
Σχετικά πολυμέσα | ||
δεδομένα |
Η Ντι (γαλλικά: Die) είναι κοινότητα, πρώην επισκοπική περιοχή, υπονομαρχία του νομού Ντρομ, στην περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ στη νοτιοανατολική Γαλλία. Η γύρω περιοχή είναι γνωστή ως Ντιουά.
Ο πληθυσμός της κοινότητας ανέρχεται σε 4.621 (2017) κατοίκους.
Οι κάτοικοι ονομάζονται Ντιουά (ζ).[6]
Γεωγραφικά στοιχεία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η κοινότητα Ντι βρίσκεται στο κεντρικό-ανατολικό τμήμα του νομού Ντρομ, στην περιοχή Ωβέρνη-Ρον-Αλπ, στα νοτιοανατολικά της Γαλλίας. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 367 έως 1.841 μέτρα και τη διασχίζει ο ποταμός Ντρομ[7] και αρκετοί παραπόταμοί του. Είναι υπονομαρχία του νομού Ντρομ και έχει πληθυσμό 4.621 (2017) κατοίκους.
Βρίσκεται 48 χλμ. οδικώς νοτιοανατολικά της Βαλάνς, πρωτεύουσας του νομού Ντρομ και 508 χιλιόμετρα (κατ'ευθεία γραμμή) νοτιοανατολικά του Παρισιού[8]. Το έδαφος της κοινότητας είναι μέρος του Περιφερειακού φυσικού πάρκου του Βερκόρ και της περιοχής Ντιουά (περιοχή 52 κοινοτήτων που περιλαμβάνει 4 καντόνια).
Το έδαφος είναι ορεινό, η Ντι βρίσκεται στους πρόποδες της οροσειράς του Βερκόρ, στις νότιες Άλπεις. Η Ντι και η κοιλάδα της κυριαρχούνται από το όρος Γκλαντάς με υψόμετρο 2041 μέτρα, που αποτελεί το νότιο άκρο της οροσειράς του Βερκόρ.
Τοπωνυμία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν η πόλη Ντι κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 122 π.Χ., ήταν πρωτεύουσα της γαλατικής φυλής των Βοκόντιων και ονομαζόταν Dea Andarta, το Ντέα σήμαινε «θεά» και η Αντάρτα ήταν μια γαλατική πολεμική θεά της Κελτικής μυθολογίας. Οι Ρωμαίοι ονόμασαν την πόλη Dea Augusta Vocontiorum (γύρω στον 3ο αιώνα). Στη συνέχεια, παρέμεινε μόνο το όνομα Dea ή Diá, έως την επικράτηση του ονόματος Ντι στη γαλλική γλώσσα.[9]
Στα Βιβαρο-αλπίν οξιτανικά, παραδοσιακή διάλεκτο της οξιτανικής γλώσσας της περιοχής, η πόλη ονομάζεται Diá.
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Προϊστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στην Ντι και την περιοχή της υπάρχουν εμφανή ίχνη κατοίκησης από τη Νεολιθική εποχή. Ένα μεγάλο χαραγμένο μενίρ και δύο μικρότερα που ανακαλύφθηκαν εκεί κοντά εκτίθενται στο Μουσείο της Ντι και πιστοποιούν μεταξύ άλλων ευρημάτων την παρουσία πληθυσμών από αυτή την εποχή.
Βρέθηκαν επίσης απομεινάρια και θραύσματα αγγείων του τέλους της Εποχής του Χαλκού.
Αρχαιότητα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η περιοχή κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους το 122 π.Χ. και αποτέλεσε από τότε τμήμα της Πέραν των Άλπεων Γαλατίας. Μία πρώτη εγκατάσταση φαίνεται να εμφανίστηκε στην αρχή της ρωμαϊκής εποχής. Πολλές ενδείξεις δείχνουν την επέκταση του οικισμού κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ.
Στις αρχές του 2ου αιώνα, η Ντι (Dea Augusta Vocontiorum) είχε πολλά μνημεία και απέκτησε το καθεστώς της ρωμαϊκής πρωτεύουσας, αντικαθιστώντας το Λυκ-αν-Ντιουά. Η πόλη έγινε ένα σημαντικό κέντρο της λατρείας της θεάς Κυβέλης (βρέθηκαν 7 επιγραφές ταυρομαχιών) και της απονεμήθηκε το καθεστώς της αποικίας (colonia Dea Augusta Vocontiorum) στα τέλη του 3ου αιώνα.
Όταν η Αυτοκρατορία άρχισε να παρουσιάζει σημάδια αδυναμίας, η πόλη περιεβλήθη από τείχη μήκους σχεδόν δύο χιλιομέτρων, μεταξύ 285 και 305 μ.Χ., τα οποία προστάτευαν μια αστικοποιημένη έκταση 25 εκταρίων. Η πόλη είχε δύο κύριες πύλες: την πύλη Σαιν-Πιέρ, κατεδαφισμένη το 1891, στα δυτικά και την πύλη Σαιν-Μαρσέλ στα ανατολικά. Ένας δρόμος προς τη Γκρενόμπλ περνούσε από το όρος Γκλαντάς (νότια του Βερκόρ).
Η Ντι γίνεται έδρα επισκοπής τον 4ο αιώνα. Οι κόμητες επίσκοποι, σε συνεχείς αγώνες ενάντια στους κόμητες του Βαλαντινουά, διοικούσαν την πόλη.
Ο πρώτος πιστοποιημένος επίσκοπος είναι ο Νικαίζ, το 325, μόνος εκπρόσωπος των εκκλησιών της περιοχής της παλιάς Γαλατίας στην πρώτη σύνοδο της Νίκαιας. Η επισκοπή ενώθηκε το 1276 με εκείνη της Βαλάνς, και πάλι χωρίστηκαν στο τέλος του 17ου αιώνα, πριν καταργηθούν κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης.
Το μουσείο της Ντι και του Ντιουά στο κέντρο της πόλης εκθέτει πολλά και επιβλητικά απομεινάρια της ρωμαϊκής εποχής, αλλά αναφέρεται και στην Προϊστορία της περιοχής, τον Μεσαίωνα αυτής της επισκοπικής πόλης και στις καταστροφές που προκλήθηκαν από τους θρησκευτικούς πολέμους.
Νεότερη εποχή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τον 17ο αιώνα, η πόλη, που είχε στραφεί στον Προτεσταντισμό, στέγασε μια Προτεσταντική ακαδημία ( ιδρύθηκε το 1604). Όμως, η ανάκληση του διατάγματος της Νάντης με το Έδικτο του Φονταινεμπλώ το 1685 οδήγησε στο κλείσιμο της Ακαδημίας και στέρησε από τους Ουγενότους την ελευθερία της λατρείας τους. Αντιμέτωποι με τις διώξεις, ένας σημαντικός αριθμός Ουγενότων κατέφυγαν στη βόρεια Ευρώπη.[10]
Το 1629, μετά τη μάχη του Πα ντε Συς,[11] ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΓ', συνοδευόμενος από τον Ρισελιέ, έκανε μια ενδιάμεση στάση με τα στρατεύματά του στην πόλη, στις 4 Μαΐου 1629, όπου του προσφέρθηκαν, για την περίσταση, 2 φορτία κρασιών.[12]
Οικονομία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εκτός από τη γεωργία και την αμπελοκαλλιέργεια, ο οικονομικός ιστός εξακολουθεί να αποτελείται από πολλές μικρές επιχειρήσεις, βιοτέχνες, τουριστικές και τοπικές επιχειρήσεις. Η κοινότητα Ντι είναι επίσης το οικονομικό και κοινωνικό κέντρο όλου του Ντιουά, με σχολεία και κέντρα κατάρτισης. Οι δημόσιες και διοικητικές υπηρεσίες αποτελούν έναν άλλο οικονομικό παράγοντα για τη μικρή πόλη.
Οι αμπελώνες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φωλιασμένη στους πρόποδες του ασβεστολιθικού ορεινού όγκου του Βερκόρ, μέσα στην κοιλάδα του ποταμού Ντρομ, η Ντι απολαμβάνει ένα έδαφος ανάμεσα στο βουνό και την Προβηγκία. Έχει ηλιοφάνεια 300 ημέρες το χρόνο και διαθέτει αμπελώνες Ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης (AOC) φημισμένους από την αρχαιότητα, που παράγουν την Κλαρέτ ντε Ντι (Clairette de Die), έναν αφρώδη οίνο από μια προγονική μέθοδο που βασίζεται στην ψυχρή ζύμωση. Ένα φρέσκο και φρουτώδες κρασί, το οποίο είναι σήμερα η κύρια οικονομική δραστηριότητα του Ντιουά και το διαχειρίζεται ο συνεταιριστικός οργανισμός της Ντι.
Αρωματικά φυτά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το ηλιόλουστο περιβάλλον ευνοεί επίσης τα αρωματικά και φαρμακευτικά αρωματικά φυτά: λεβάντα, φασκόμηλο, βάλσαμο λεμονιού, κ.ά. Πρόκειται για κυρίως βιολογική δραστηριότητα η οποία εδώ και αρκετά χρόνια έχει επιτρέψει την οικονομική διαφοροποίηση της κοιλάδας. Εκχυλίσματα φυτών, υδροζόλες και αποστάγματα διατίθενται στην αγορά σε όλη την Ευρώπη.
Αξιοθέατα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]-
Η πύλη Σαιν Μαρσέλ
-
Το ρωμαϊκό τείχος
-
Ο πύργος Πυρνιόν
-
Τα μεσαιωνικά τείχη της Ντι
-
Το Δημαρχείο της Ντι
-
Ο καθεδρικός ναός Νοτρ Νταμ
-
Ο προτεσταντικός ναός
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Base officielle des codes postaux» La Poste. 1 Οκτωβρίου 2018.
- ↑ (Γαλλικά) Code INSEE.
- ↑ «Populations légales 2021» Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών. 28 Δεκεμβρίου 2023.
- ↑ 4,0 4,1 répertoire géographique des communes. Institut national de l'information géographique et forestière. Ανακτήθηκε στις 26 Οκτωβρίου 2015.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 répertoire géographique des communes. Institut national de l'information géographique et forestière. 2015. wxs-telechargement
.ign .fr /83edtfdyqte031y0ra49d2e3 /telechargement /inspire /RGC-2015-01$RGC2015 /file /RGC2015 .7z. - ↑ . «habitants.fr».
- ↑ . «sandre.eaufrance.fr». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 30 Σεπτεμβρίου 2020.
- ↑ . «distance.to/Paris».
- ↑ A. Longnon, Les noms de lieu de la France : leur origine, leur signification, leurs transformations, E. Champion, Paris, 1920, p. 115
- ↑ E. Arnaud, Histoire de l'Académie protestante de Die en Dauphiné, p. 92-205, Bulletin de l'Académie delphinale, 1871, 3e série, tome 7
- ↑ . «histoire-de-guerre.net/article/item/3500-pas-de-suse».
- ↑ Jean Adhémar, «Louis XIII à Die, 4 mai 1629 (d'après des sources locales) », Revue Drômoise (Valence), vol. LXXXIII, no 427, mars 1983, p. 60