[go: up one dir, main page]

Μετάβαση στο περιεχόμενο

Έντερο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
το Έντερο

Έντερο ονομάζεται το τμήμα του πεπτικού σωλήνα μετά από τον στόμαχο (2) ως τον πρωκτό. Το μήκος του είναι περίπου 8,5-9,5 μ. και έχει τη μορφή ελίκων ενός συνεχιζόμενου σωλήνα μέσα στην κοιλιακή κοιλότητα. Σε πλήρη έκταση φτάνει και τα 10-9,5 μ. Διακρίνεται σε λεπτό (3) και σε παχύ έντερο (6).

Το λεπτό εκτείνεται από τον στόμαχο μέχρι τη βαλβίδα του παχέος εντέρου και έχει μήκος 6- 6,5 μ. Το παχύ έντερο έχει μήκος 1,5-2 μ., είναι ευρύτερο από ό,τι το λεπτό έντερο, με πλάτος 6,5 εκ.

Το λεπτό έντερο αποτελείται από

  • το δωδεκαδάκτυλο, στον οποίο εκβάλλουν ο χοληδόχος και ο παγκρεατικός πόρος μαζί στο φύμα του Vater και
  • το ελικώδες έντερο που υποδιαιρείται στη νήστιδα και τον ειλεό.

Το παχύ έντερο ξεκινάει από τη χαμηλότερη πλευρά της κοιλιάς στη δεξιά πλευρά του. Το πρώτο τμήμα του, γνωστό ως τυφλό (5), καταλήγει στη σκωληκοειδή απόφυση (4), που είναι ένας μικρός σωλήνας μήκους 2-10 εκ. και έχει την ίδια δομή με αυτή του εντέρου. Από τη μία πλευρά επικοινωνεί με το τυφλό, ενώ στο άλλο άκρο της είναι κλειστή. Συχνά παθαίνει φλεγμονή και τότε είναι απαραίτητη η χειρουργική της αφαίρεση. Το τυφλό συνεχίζεται με το κόλον, που διαιρείται στο ανιόν κόλον, το εγκάρσιο κόλον, το κατιόν κόλον, το σιγμοειδές κόλον (7) και το ορθό (8), για να καταλήξει στο στόμιο του πρωκτού.

Με τη συνεργασία του νευρικού και του μυϊκού συστήματος γίνονται οι κινήσεις του λεπτού εντέρου που είναι δακτυλιοειδείς περισφίγξεις, περισταλτικές και εκκρεμοειδείς κινήσεις. Με αυτές τις κινήσεις επιτυγχάνεται η κατάτμηση, η ανάδευση, η προώθηση του εντερικού χυλού καθώς και η καλύτερη επαφή του με τις λάχνες. Στο λεπτό έντερο επιτυγχάνεται η τελική διάσπαση των σακχάρων, των πρωτεϊνών και των λιπών από ένζυμα του στομάχου, του παγκρέατος και της χολής καθώς και η απορρόφηση των προϊόντων της πέψεως μέσω των λαχνών, είτε από το αίμα, είτε από τη λέμφο. Τα άχρηστα κατάλοιπα της πέψεως συνεχίζουν την πορεία τους προς το παχύ έντερο, στο οποίο με δακτυλιοειδείς περισφίξεις προωθούνται προς το ορθό για να αποβληθούν με την αφόδευση. Το έντερο, στον ανθρώπινο οργανισμό αποτελεί τμήμα του πεπτικού συστήματος, που αρχίζει από το πυλωρό σφιγκτήρα του στομάχου και εκτείνεται μέχρι και τον πρωκτό. Χωρίζεται στο λεπτό έντερο και στο παχύ έντερο.

Το λεπτό έντερο εκτείνεται από το πυλωρικό στόμιο στην ειλεοτυφλική βαλβίδα, με την οποία εκβάλλει στο παχύ έντερο. Το μήκος του είναι 6-8 μέτρα, η μέτρηση βέβαια αυτή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί σε ζώντα οργανισμό καθώς το μήκος του συνεχώς μεταβάλλεται. Ο αυλός του σωλήνα είναι ευρύτερος στην αρχή και στενότερος στον ειλεό. Το λεπτό έντερο επιφανειακά, καλύπτεται από το μείζον επίπλουν το οποίο κρέμεται από το μείζον τόξο του στομάχου. Η αρχική μοίρα του λεπτού εντέρου ονομάζεται δωδεκαδάκτυλο με μήκος 20-25 εκατοστά και το υπόλοιπο τμήμα ονομάζεται ελικώδες έντερο.[1] [2] Το δωδεκαδάκτυλο έχει σχήμα αγκύλης c η οποία παρουσιάζει τέσσερις μοίρες: την άνω, την κάτω, την οριζόντια και την ανιούσα. Στη δεύτερη μοίρα βρίσκεται το φύμα του Vater, στο οποίο εκβάλλουν ο χοληδόχος πόρος και ο μείζων παγκρεατικός πόρος του Winsurg. Το δωδεκαδάκτυλο αιματώνεται από τις δυο παγκρεατοδωδεκαδακτυλικές αρτηρίες. Το ελικώδες έντερο το οποίο υποδιαιρείται σε νήστιδα και ειλεό είναι εξαιρετικά ευκίνητο. Σχηματίζει πολυάριθμες εντερικές έλικες όπου κάθε μια παρουσιάζει δύο χείλη: το μεσεντερικό και το ελεύθερο. Το ελικώδες έντερο με τοίχωμα πάχους ενός χιλιοστού, κρέμεται από σημείο του περιτόναιου από το οποίο καλύπτεται σχεδόν ολόκληρο και αιματώνεται από την άνω μεσεντέρια αρτηρία. Ο ειλεός σε σύγκριση με τη νήστιδα είναι στενότερος με πιο λεπτό τοίχωμα, με πιο αχνές και πιο κυκλοτερείς πτυχές, με περισσότερες και μεγαλύτερες πλάκες του Peyer. Το πιο χαρακτηριστικό γνώρισμα μεταξύ νήστιδας και ειλεού είναι η διάταξη των αγγείων μέσα στο υποστηρικτικό μεσεντέριο καθώς στον ειλεό είναι συνθετότερο σε διαπλοκή και αγγειοβριθέστερο. Η εσωτερική επιφάνεια του λεπτού εντέρου είναι ανώμαλη, πτυχωτή και χνοώδη. Παρουσιάζει κυκλοτερείς πτυχές, τις λάχνες, τα μονήρη λεμφοζίδια και τα αγελαία λεμφοζίδια (πλάκες του Peyer). Οι κυκλοτερείς πτυχές (βαλβίδες του Kerckring) είναι ημικυκλικές πτυχές που παρουσιάζονται στην εσωτερική επιφάνεια και απαρτίζονται από βλεννογόνο και βλεννογόνια µυϊκή στιβάδα. Η μέγιστη ανάπτυξη τους παρατηρείται στο τελικό τμήμα του δωδεκαδακτύλου και στο αρχικό τμήμα της νήστιδας. Στο εσωτερικό τμήμα της πρώτης μοίρας του δωδεκαδακτύλου υπάρχουν αβαθείς επιμήκεις πτυχές και όχι κυκλοτερείς. Οι λάχνες είναι λεπτότατες προσεκβολές του βλεννογόνου μήκους 1,5 mm περίπου και είναι υπεύθυνες για τη βελούδινη όψη. Ανάλογα με το σχήμα τους καλούνται νηματοειδής, κωνοειδής, θηλοειδής και πεταλοειδής. Στο δωδεκαδάκτυλο είναι υψηλότερες και περισσότερες από τον ειλεό όπου είναι λιγότερο ευθείες. Τα μονήρη λεμφοζίδια είναι διάσπαρτα σε όλη την έκταση του λεπτού εντέρου. Τα αγελαία λεμφοζίδια τα οποία σχηματίζονται από συνάθροιση πολλών λεμφοζιδίων, αποτελούν λευκόφαια επάρματα του βλεννογόνου με σχήμα είτε ελλειψοειδές είτε ωοειδές και εντοπίζονται κυρίως στον ειλεό και στο κάτω μέρος της νηστίδας.

Το τοίχωμα του λεπτού εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το τοίχωμα του λεπτού εντέρου αποτελείται από τέσσερις χιτώνες οι οποίοι από έξω προς τον αυλό είναι οι ακόλουθοι: ορογόνος, μυϊκός, υποβλεννογόνιος και βλεννογόνος.

Ο ορογόνος χιτώνας είναι μια λεπτή στιβάδα χαλαρού συνδετικού και λιπώδους ιστού με αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, ο οποίος επενδύεται από μια συνεχή στιβάδα αποπλατυσμένων μεσοθηλιακών κυττάρων και αποτελεί τον εξωτερικό χιτώνα του λεπτού εντέρου. Επιπλέον, καλύπτει όσα σπλάχνα είναι ευκίνητα.

Η μυϊκή στοιβάδα αποτελείται από την εξωτερική επιμήκη και την εσωτερική κυκλοτερή στιβάδα λείων μυϊκών ινών. Η σύσταση του έχει ως αποτέλεσμα την ανάμειξη και προώθηση του περιεχομένου του λεπτού εντέρου προς το παχύ.

Ο υποβλεννογόνιος χιτώνας αποτελείται από μετρίως πυκνό ινώδη συνδετικό ιστό, πλούσιο σε ελαστικές ίνες.

Βλεννογόνος χιτώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βλεννογόνος χιτώνας παρουσιάζει τις λάχνες, το καλυπτήριο επιθήλιο, τους αδένες, το χορίο, τα λεμφοζίδια και τη βλεννογόνια μυϊκή στιβάδα. Η ειδική κατασκευή του πολλαπλασιάζει την απορροφητική του επιφάνεια. Οι λάχνες είναι προσεκβολές του βλεννογόνου, όπου μέσα στο σώμα της κάθε μιας υπάρχουν αιμοφόρα και λεμφοφόρα αγγεία καθώς και λείες μυϊκές ίνες. Οι λάχνες επικαλύπτουν το καλυπτήριο επιθήλιο το οποίο είναι ένα μονόστιβο κυλινδρικό επιθήλιο που παρουσιάζει τρία είδη κυττάρων: τα απορροφητικά, τα καλυκοειδή και τα νευροενδοκρινικά κύτταρα. Οι αδένες του βλεννογόνου (κρύπτες του Lieberkuhn) είναι καταδύσεις του βλεννογόνου που φτάνουν σχεδόν μέχρι τη βλεννογόνια μυϊκή στιβάδα. Το χορίο το οποίο αποτελείται από χαλαρό, ινώδη, συνδετικό ιστό, πλούσιο σε δικτυωτές ίνες καταλαμβάνει το χώρο ανάμεσα στις κρύπτες του Lieberkuhn και σχηματίζει το μίσχο τω λαχνών. Τα ελεύθερα κύτταρα του χορίου περιλαμβάνουν λεμφοκύτταρα, πλασματοκύτταρα, μαστοκύτταρα και ηωσινόφιλα λευκοκύτταρα. Οι πλάκες του Peyer αποτελούνται από μεγάλες συναθροίσεις λεμφοζιδίων τα οποία ονομάζονται αγελαία λεμφοζίδια. Η βλεννογόνια μυϊκή στιβάδα είναι μια λεπτή στιβάδα λείων μυϊκών ινών σε δίκτυο ελαστικών ινών. Η περιοδική σύσταση τους συμβάλλει στην εκκένωση των χυλοφόρων και στην προώθηση του περιεχομένου τους στους μεσεντερικούς λεμφαδένες και στο θωρακικό πόρο. Στο δωδεκαδάκτυλο, η βλεννογόνια μυϊκή στιβάδα δεν είναι ευδιάκριτη, διότι διασπάται από τους αδένες του Brunner.

Ασθένειες – διαταραχές του λεπτού εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κοιλιοκάκη (δυσανεξία στη γλουτένη)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η κοιλιοκάκη αφορά παθολογικά συμπτώματα του βλεννογόνου του λεπτού εντέρου. Το λεπτό έντερο των πασχόντων ατόμων εμφανίζει παθολογική ευαισθησία στη γλουτένη. Τα συμπτώματα που παρουσιάζονται αφορούν διάρροια, διάταση, κολικοειδή άλγη κοιλίας, ναυτία, τάση για έμετο, ωχρότητα, ανορεξία, καταβολή και απώλεια βάρους. Άλλα συμπτώματα είναι αφθώδη στοματικά έλκη, μυϊκοί πόνοι, πόνοι στις αρθρώσεις, οιδήματα, τετανία, δερματικές και αναπνευστικές λοιμώξεις, ατροφική γλωσσίτιδα, γωνιακή στοματίτιδα και κοιλονυχία. Η μοναδική και πλήρως αποτελεσματική θεραπεία της νόσου αποτελεί η ελεύθερη γλουτένης δίαιτα.

Κοκκιωματώδης κολίτιδα (νόσος του Crohn)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χρόνια νόσος που προκαλεί φλεγμονώδη κοκκιωμάτωση του πεπτικού σωλήνα με αιτιολογία άγνωστη. Τα συμπτώματα είναι συνεχής ή επεισοδιακή διάρροια η οποία μπορεί να συνοδεύεται από κολικοειδή κοιλιακά άλγη, πυρετό, απώλεια βάρους και αιμορραγικές κενώσεις. Η θεραπεία για την κοκκιωματώδη κολίτιδα είναι είτε συντηρητική με δίαιτα, αντιδιαρροϊκά φάρμακα, αντιμικροβιακά, κορτικοστεροειδή, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία είτε χειρουργική η οποία δεν προτιμάται γιατί δεν υπάρχει θεραπευτική εγχείρηση με την έννοια της πλήρης ίασης.

Σπάνια συστηματική χρόνια νόσος. Συμπτώματα: Διάρροιες, κοιλιακά άλγη και δυσαπορρόφηση. Θεραπεία: Χορήγηση αντιβιοτικών (χλωραμφενικόλη, τετρακυκλίνες, πενικιλίνη, στρεπτομυκίνη, τριμεθοπρίμη-σουλφαμεθοξαζόλη ).

Σύνδρομο του βραχέος εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι κλινικές επιπτώσεις διαφόρων καταστάσεων επιφέρουν μαζική απώλεια της λειτουργικής επιφάνειας του εντέρου. Τα συμπτώματα στα πρώιμα στάδια χαρακτηρίζονται από διάρροια, αφυδάτωση και απώλεια ηλεκτρολυτών. Η θεραπεία είναι ανάλογη της φάσης στην οποία εφαρμόζεται.

Λέμφωμα του λεπτού εντέρου και άνοσο υπερπλαστικό σύνδρομο

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάθε νεόπλασμα που προέρχεται από τον λεμφικό ιστό.

Ψευδομεμβρανώδης εντεροκολίτιδες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η παρουσία ψευδομεμβρανώδων εξιδρωμάτων πλακών πάνω στην επιφάνεια του βλεννογόνου του λεπτού ή του παχέος ή και των δυο η οποία εμφανίζεται κατά τη διάρκεια ή μετά από τη χορήγηση αντιμικροβιακών φαρμάκων. Τα συμπτώματα που παρουσιάζονται είναι διαρροϊκές κενώσεις με ή χωρίς πρόσμιξη αίματος, κολικοειδή κοιλιακά άλγη, μετεωρισμός, έμετοι και πυρετός. Συνήθως συνυπάρχει λευκοκυττάρωση. Η θεραπεία χωρίζεται στη συμπτωματική με διακοπή του υπεύθυνου αντιβιοτικού, στην αιτιολογική όπου συνίστανται αντιμικροβιακοί παράγοντες όταν τα συμπτώματα είναι σοβαρά ή επιμένουν και στη χειρουργική η οποία επιβάλλεται σε επιπλοκές.

Το παχύ έντερο αποτελεί το τελευταίο τμήμα του γαστρεντερικού σωλήνα με έκταση μήκους 1,5 μέτρων από την ειλεοτυφλική βαλβίδα μέχρι το πρωκτό. Διακρίνεται στα εξής τμήματα: το τυφλό, το ανιόν κόλον, το δεξιό κόλον το οποίο αποτελείται από τη δεξιά κολική καμπή και το ήμισυ του εγκάρσιου, στο αριστερό κόλον το οποίο σχηματίζεται από το αριστερό ήμισυ του εγκαρσίου, την αριστερή κολική καμπή, το κατιόν και το ορθοσιγμοειδές. Ο αυλός του τυφλού έχει μεγαλύτερη διάμετρο η οποία στενεύει όσο συνεχίζει στο αριστερό κόλον. Το παχύ έντερο εξωτερικά χαρακτηρίζεται από[3]: Επιμήκεις μυϊκές κολικές: Είναι τρείς, αποτελούν παχύνσεις της επιμήκους μυϊκής στοιβάδας και αρχίζουν από τη βάση της σκωληκοειδής απόφυσης, συνεχίζουν στο σιγμοειδές όπου ελαττώνονται σε δυο, ενώ στο ορθό εξαφανίζονται.

  • Κολικές κυψέλες: Είναι εκκολπώματα του τοιχώματος.
  • Επιπλοϊκές αποφύσεις: Αποτελούνται από λιπώδη ιστό και φέρονται κατά μήκος των κολικών ταινιών. Εσωτερικά του παχέος εντέρου σχηματίζονται οι εγκάρσιες πτυχές που ονομάζονται μηνοειδείς πτυχές και δημιουργούν μεταξύ τους κοιλώματα που καλούνται κυψέλες.

Το τοίχωμα του παχέος εντέρου αποτελείται από τέσσερις χιτώνες οι οποίοι από έξω προς τον αυλό είναι οι ακόλουθοι: ορογόνος, μυϊκός, υποβλεννογόνιος, βλεννογόνος.

Ο ορογόνος καλύπτει το εγκάρσιο κόλον και το τυφλό., ενώ το ανιόν και το κατιόν κόλον καλύπτονται από τον ορογόνο κατά τα τρία τέταρτα και το ορθό καλύπτεται κατά τα δύο τριτημόρια.

Ο μυϊκός χιτώνας παρουσιάζει δυο στοιβάδες λείων μυϊκών ινών, της έξω επιμήκη και της έσω κυκλοτερή. Λόγω των ιδιαίτερων μορφωμάτων του στην αρχή και το τέλος του παχέος εντέρου έχουν διαμορφωθεί σφιγκτηριακοί μηχανισμοί.

Υποβλεννογόνιος χιτώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο υποβλεννογόνιος χιτώνας αποτελείται από χαλαρό συνδετικό ιστό και παρεμβάλλεται μεταξύ μυϊκού και βλεννογόνου χιτώνα.

Βλεννογόνος χιτώνας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο βλεννογόνος του παχέος εντέρου αποτελείται από μονόστιβο κυλινδρικό επιθήλιο με καλυκοειδή κύτταρα, χορίο με σωληνοειδής αδένες που μοιάζουν με τους αδένες Lieberkuhn του λεπτού εντέρου, βλεννογόνια μυϊκή στιβάδα και μονήρη λεμφοζίδια.

Ασθένειες του παχέος εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εντοπίζεται στο βλεννογόνο και το υποβλεννογόνιο του παχέος εντέρου με αιτιολογία που παραμένει άγνωστη. Τα συμπτώματα μπορεί να είναι ύπουλα, με μικρή ή προοδευτική αύξηση της αιμορραγίας από το ορθό, με φυσιολογικές ή αυξημένες σε αριθμό κενώσεις. Η θεραπεία είναι είτε με συντηρητική αγωγή με δίαιτα, αντιδιαρροϊκά φάρμακα, αντιμικροβιακά, κορτικοστεροειδή, βιταμίνες και ιχνοστοιχεία είτε με χειρουργική θεραπεία .

Μετακτινική κολίτιδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αποτέλεσμα της βλαπτικής επίδρασης της ακτινοβολίας στο έντερο. Τα συμπτώματα της είναι είτε πρώιμα δηλαδή κατά τη διάρκεια της θεραπείας όπου παρουσιάονται ναυτία, έμετοι, διάρροια ή δυσκοιλιότητα είτε όψιμα όπου εμφανίζονται μήνες ή χρόνια μετά τη θεραπεία της μερικής απόφραξης του εντέρου. Η θεραπεία αφορά σύγχρονες τεχνικές ακτινοθεραπείας.

Ισχαιμική κολίτιδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η ισχαιμική κολίτιδα αφορά την ισχαιμική νέκρωση του βλεννογόνου ή ολόκληρου του τοιχώματος. Σε τμήματα του παχέος εντέρου μπορεί να προκληθεί αυτόματα ή από προσωρινό αποκλεισμό της κάτω μεσεντέριου αρτηρίας κατά τη διάρκεια εκτομής κοιλιακού ανευρύσματος. Συμπτώματα της αποτελούν η οξεία έναρξη με ήπια κολικοειδή κοιλιακά άλγη που ακολουθούνται από διάρροιες με προσμίξεις αίματος. Η θεραπεία στην παροδική μορφή της νόσου και στην οξεία φάση της στενωτικής μορφής είναι συντηρητική ενώ σε περίπτωση μη καλυτέρευσης γίνεται εκτομή του εστενωμένου τμήματος. Στη γαγγραινωδη μορφή η θεραπεία είναι πάντοτε χειρουργική.

Γαγγραινώδης νεκρωτική κολίτιδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υπάρχουν εκτεταμένες βλάβες του βλεννογόνου από κατά τόπους γαγγραινώδη νέκρωση ή ολόκληρου του τοιχώματος του παχέος εντέρου. Για την πρόκληση της νόσου έχει ενοχοποιηθεί το βακτήριο clostridium welchi. Στη θεραπεία χορηγούνται υγρά και αντιβιοτικά και ενίοτε χρειάζεται ευρεία εκτομή του πάσχοντος τμήματος του εντέρου.

Αμοιβαδική κολίτιδα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οξεία ή χρόνια νόσος που προκαλείται από την Entamoela histolytica. Η οξεία μορφή της νόσου εμφανίζεται με κοιλιακό άλγος, διαρροϊκές βλεννοαιμοραγικές κενώσεις, κακουχία και ανορεξία. Στη χρόνια μορφή ισχύουν τα παραπάνω όμως η διάρροια σε προχωρημένο στάδιο αντικαθίσταται από τη δυσκοιλιότητα. Η θεραπεία για την αμοιβαδική κολίτιδα είναι είτε συντηρητική είτε χειρουργική επέμβαση η οποία συνίσταται σε επιπλοκές.

Οφείλεται στο Balantidium coli.Η νόσος αυτή εμφανίζεται κυρίως σε χώρες με ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης. Τα συμπτώματα ποικίλλουν από ασυμπτωματικούς φορείς μέχρι την υπεροξεία μορφή που μπορεί να οδηγήσει σε σοκ και θάνατο. Κατά τη θεραπεία χορηγούνται τετρακυκλίνη ή μετρονιδαζόλη ενώ σε επιπλοκές πραγματοποιείται η χειρουργική μέθοδος.

Η νόσος αυτή εμφνίζεται συχνά σε τροπικές χώρες. Οι υπεύθυνοι μικροοργανισμοί είναι το schistosoma mansoni, το schistosoma japonicum και το schistosoma haematobium. Στην οξεία φάση πραγματοποιείται διάγνωση των ωαρίων των μικροβίων σε δείγμα κοπράνων. Χορηγείται πραζικουαντέλη κατά τη συντηρητική θεραπεία ενώ χειρουργική επέμβαση ενδείκνυται σε στενώσεις, συρίγγια, κοκκιώματα, πολύποδες, πρωκτοκολίτιδα κτλ.

Ο υπεύθυνος μικροοργανισμός είναι το Actinomyces israelli. Τα συμπτώματα της ακτινομύκωσης αφορούν τη δημιουργία συριγγιών με εκροή πύον. Η θεραπευτική αγωγή απαιτεί χειρουργικό καθαρισμό και ταυτόχρονη χορήγηση μεγάλων δόσεων πενικιλίνης ή τετρακυκλίνης.

Εκκολπωματική νόσος

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πρόκειται για κήλες του βλεννογόνου και του υποβλεννογόνιου χιτώνα του παχέος εντέρου διαμέσου του μυϊκού χιτώνα αυτού με αιτία ακόμα ασαφή. Παρατηρείται αιμορραγία από το ορθό, κοιλιακά άλγη στην κάτω κοιλία, δυσκοιλιότητα ή διάρροια ή εναλλαγή και των δύο. Η θεραπεία χωρίζεται σε συντηρητική όπου χορηγούνται αντισπασμωδικά φάρμακα και δίαιτα πλούσια σε υπόλειμμα και σε χειρουργική η οποία συνίσταται στην απλή εκτομή του πάσχοντος τμήματος ή σε βαριές περιπτώσεις.

  • Εκκολπωματίτιδα

Αποτελεί την επιπλοκή της εκκολπωματικής νόσου. Παρατηρείται πόνος οπουδήποτε βρίσκονται εκκολπώματα, δυσκοιλιότητα ή διάρροια ή εναλλαγή και των δύο, απώλεια αίματος, μέτρια ή υψηλή πυρετική κίνηση, ναυτία, έμετος και δυσουρικά φαινόμενα. Η θεραπεία είναι είτε συντηρητική με χορήγηση αντισπασμωδικών, αντιμικροβιακών και σύσταση δίαιτας είτε χειρουργική σε επιπλοκές της νόσου.

  • Εκκόλπωμα στο δεξιό κόλον

Παρατηρούνται μονήρης εκκόλπωμα του τυφλού ή του ανιόντος. Στη νόσο αυτή εμφανίζονται περίπου ίδια συμπτώματα με της οξείας σκωληκοειδίτιδας. (παθήσεις της σκωληκοειδούς απόφυσης). Αν δεν υπάρχουν συμπτώματα δεν χρειάζεται θεραπεία όμως σε οξεία φλεγμονή συνίσταται εκτομή του εκκολπώματος.

Σπαστική κολίτιδα (ΣΕΚ) Η αιτιολογία του συνδρόμου είναι άγνωστη. Υπάρχουν διαταραχές των συνηθειών του εντέρου ή άλγος στην κοιλιακή χώρα ή και τα δυο. Η θεραπεία που συνιστάται είναι φαρμακευτική αγωγή με ηρεμιστικά ή αγχολυτικά φάρμακα και δίαιτα.

Μεγάκολο (συγγενές ή επίκτητο)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Συγγενές μεγάκολο (νόσος του Hirschprung)

Οφείλεται στην έλλειψη των γαγγλίων από τα ενδοτοιχωματικά νευρικά πλέγματα του τμήματος του εντέρου. Εμφανίζονται συμπτώματα από τη βρεφική ηλικία, συχνά από τη γέννηση με αδυναμία αποβολής του μυκωνίου. Χαρακτηριστικό σύμπτωμα είναι η δυσκοιλιότητα, η προοδευτική διάταση της κοιλίας, οι έμετοι, οι διάρροιες και η καθυστέρηση στην ανάπτυξη. Σε βρέφη κάτω του ενός έτους η θεραπεία πρέπει να γίνεται με ανακουφιστική προσωρινή κολοστομία η οποία αποσκοπεί στην προετοιμασία του εντέρου για να επακολουθήσει οριστική θεραπευτική εγχείρηση.

  • Επίκτητο μεγάκολο

Οφείλεται στη νόσο του Chayas ή σε μετεγχειρητικές στενώσεις του ορθού ή του πρωκτού.

Νεοπλάσματα του παχέος εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα σπουδαιότερα νεοπλάσματα είναι οι πολύποδες και το αδενοκαρκίνωμα.

  • Πολύποδες

Οι πολύποδες αποτελούν διόγκωση του βλεννογόνου που προσβάλλει το εσωτερικό του αυλού του εντέρου. Τα συμπτώματα που παρατηρούνται είναι αιμορραγία, μυϊκή αδυναμία και απώλεια βάρους. Η θεραπευτική μέθοδος πραγματοποιείται με την εκτομή των πολυπόδων.

Διάφοροι όγκοι του παχέος εντέρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο καρκίνο του παχέος εντέρου παρατηρείται αλλαγή συνηθειών του εντέρου, αίμα στα κόπρανα ανακατεμένο με βλέννα και αιμορραγία. Η θεραπεία είναι χειρουργική.

Παθήσεις της σκωληκοειδούς απόφυσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Οξεία σκωληκοειδίτιδα

Ο αυλός της σκωληκοειδούς απόφυσης μπορεί να αποφραχθεί από υπολείμματα τροφής ή κοπρόλιθους, βάριο, όγκους, παράσιτα, ξένα σώματα. Η απόφραξη της σκωληκοειδούς απόφυσης οδηγεί σε φλεγμονή της η οποία είναι γνωστή ως σκωληκοειδίτιδα. Η φλεγμαίνουσα σκωληκοειδής απόφυση συχνά διογκώνεται και γεμίζει με πύον. Μετά από φαινομενική ύφεση του πόνου, ο οποίος έχει διαρκέσει τουλάχιστον εικοσιτετράωρο γίνεται πάλι διάχυτος και έντονος. Ακόμα παρατηρείται υψηλός πυρετός, ταχυσφυγμία, ευαισθησία των κοιλιακών τοιχωμάτων και λευκοκυττάρωση.

  • Νεοπλάσματα σκωληκοειδούς απόφυσης

Το συχνότερο νεόπλασμα είναι το καρκινοειδές.

Παθήσεις-Διαταραχές Πρωκτού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Αιμορροΐδες

Οι αιμορροΐδες είναι κιρσώδεις διευρύνσεις που καλύπτονται από βλεννογόνο. Χαρακτηριστικό των αιμορροΐδων αποτελεί η αποβολή αίματος με τις κενώσεις. Πραγματοποιείται είτε συντηρητική αγωγή με χορήγηση φυτικών τροφών, εδρόλουτρα, τοπική χρήση αντι-αιμορροϊδικών αλοιφών και με ένεση σκληρυντικών ουσιών είτε χειρουργική θεραπεία.

  • Ορθοπρωκτικά αποστήματα

Η ύπαρξη αποστημάτων τα οποία εντοπίζονται στην κατώτερη μοίρα του ορθού και του πρωκτικού σωλήνα. Η κυριότερη αιτία είναι η φλεγμονή και η απόφραξη του πόρου των μεσομυϊκών ή πρωκτικών αδένων. Τα συμπτώματα είναι η πρόκληση υψηλού πυρετού, ρίγους και κακουχίας και η θεραπεία είναι χειρουργική.

  • Παραεδρικά συρίγγια

Ο ινώδης πόρος, ο οποίος φέρει σε επικοινωνία δυο επιφάνειες που καλύπτονται από επιθήλιο δημιουργεί τα παραεδρικά συρίγγια τα οποία έχουν ως συμπτώματα την συνεχή ή κατά διαστήματα πυώδη έκκριση στην περιπρωκτική χώρα και τον κνησμό του δακτυλίου. Η θεραπεία είναι χειρουργική.

  • Ραγάδα του δακτυλίου

Ραγάδα του δακτυλίου ονομάζεται η επιμήκης σχισμή του δέρματος του πρωκτικού σωλήνα. Τα συμπτώματα της χαρακτηρίζονται από έντονο πόνο. Η θεραπεία αφορά την αντιμετώπιση της δυσκοιλιότητας με χορήγηση αλοιφών με τοπικό αναισθητικό για την ανακούφιση από το πόνο ενώ στη χρόνια μορφή είναι απαραίτητη η χειρουργική θεραπεία.

  • Πρόπτωση του ορθού

Η εκστροφή και πρόπτωση του βλεννογόνου ή ολόκληρου του τοιχώματος του ορθού από το δακτύλιο καλείται πρόπτωση του ορθού. Η θεραπεία της νόσου είναι συντηρητική με διόρθωση της δυσκοιλιότητας, με ανάταξη της πρόπτωσης και με συχνές ασκήσεις των σφιγκτήρων μυών. Ακόμα πραγματοποιείται σύσταση σκληρυντικών ενέσεων και η εφαρμογή διάφορων εγχειρήσεων σε πλήρη πρόπτωση.

  • Ακράτεια

Οφείλεται σε βλάβη οποιουδήποτε οργάνου ή συστήματος που συμβάλλει στην καλή λειτουργία της αφόδευσης. Η θεραπεία αφορά διάφορες ασκήσεις, τον προγραμματισμό των κενώσεων, την αποφυγή λήψης καθαρτικών, την υγιεινοδιαιτητική αγωγή καθώς επίσης και τη χειρουργική μέθοδο.

  • Κοπρόσταση

Χαρακτηρίζεται από πλήρωση του ορθού με άφθονα και σκληρά κόπρανα που συγκεντρώθηκαν από πολλές ημέρες ή εβδομάδες, τα οποία ο ασθενής αδυνατεί να αποβάλλει. Κατά τηn κοπρόσταση εμφανίζονται συμπτώματα ψευδο-διαρροϊκών κενώσεων, εκκρίσεις με βλέννα και ακράτεια, ενώ η θεραπεία αφορά την αφαίρεση των κοπράνων από το δακτύλιο με τη βοήθεια επανειλημμένων υποκλυσμών και τη ρύθμιση των κενώσεων του ασθενούς με καθαρτικά.

  1. Γκουτσοργιάννης Ν, Εμμανουήλ Α. Λεπτό έντερο Γαστρεντερολογία/1. Βήτα ιατρικές εκδόσεις ΕΠΕ 1991. Αθήνα, ISBN 960-7308-13-1
  2. Καμμάς Α. Μαθήματα Ανατομικής. 2006. Αθήνα
  3. Παπαχριστοδούλου Α.Ι. Χειρουργική παχέος εντέρου. Βήτα ιατρικές εκδόσεις ΕΠΕ 1995. Αθήνα, ISBN 960-7308-54-9

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]