φιλόξενος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόξενος η φιλόξενη το φιλόξενο
      γενική του φιλόξενου της φιλόξενης του φιλόξενου
    αιτιατική τον φιλόξενο τη φιλόξενη το φιλόξενο
     κλητική φιλόξενε φιλόξενη φιλόξενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόξενοι οι φιλόξενες τα φιλόξενα
      γενική των φιλόξενων των φιλόξενων των φιλόξενων
    αιτιατική τους φιλόξενους τις φιλόξενες τα φιλόξενα
     κλητική φιλόξενοι φιλόξενες φιλόξενα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλόξενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φιλόξενος. Μορφολογικά αναλύεται σε φιλό- + -ξενος. Δείτε την αρχαία ελληνική φίλος & ξένος.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fiˈlo.kse.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λό‐ξε‐νος

Επίθετο

[επεξεργασία]

φιλόξενος, -η, -ο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και ξένος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / φιλόξενος τὸ φιλόξενον
      γενική τοῦ/τῆς φιλοξένου τοῦ φιλοξένου
      δοτική τῷ/τῇ φιλοξέν τῷ φιλοξέν
    αιτιατική τὸν/τὴν φιλόξενον τὸ φιλόξενον
     κλητική ! φιλόξενε φιλόξενον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ φιλόξενοι τὰ φιλόξεν
      γενική τῶν φιλοξένων τῶν φιλοξένων
      δοτική τοῖς/ταῖς φιλοξένοις τοῖς φιλοξένοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς φιλοξένους τὰ φιλόξεν
     κλητική ! φιλόξενοι φιλόξεν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φιλοξένω τὼ φιλοξένω
      γεν-δοτ τοῖν φιλοξένοιν τοῖν φιλοξένοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλόξενος < φιλό- + -ξενος → δείτε τις λέξεις φίλος και ξένος

ζητούμενο λήμμα