τιάρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τιάρα | οι | τιάρες |
γενική | της | τιάρας | των | (τιαρών) |
αιτιατική | την | τιάρα | τις | τιάρες |
κλητική | τιάρα | τιάρες | ||
Κατηγορία όπως «νότα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τιάρα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tiara < αρχαία ελληνική τιάρα
- τιάρα < αρχαία ελληνική τιάρα < περσική
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τιάρα θηλυκό
- κάλυμμα κεφαλής που φέρει ο πάπας στο κεφάλι του σε επίσημες εκδηλώσεις
- ≈ συνώνυμα: (μόνο για τους ορθοδόξους αρχιερείς) μίτρα
- σκούφος των αρχαίων Περσών
- στέμμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- τιάρα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νότα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με δύσχρηστη γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)