πάπας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πάπας | οι | πάπες |
γενική | του | πάπα | των | παπών |
αιτιατική | τον | πάπα | τους | πάπες |
κλητική | πάπα | πάπες | ||
Κατηγορία όπως «γαλαξίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάπας < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) μεσαιωνική λατινική papa < αρχαία ελληνική πάππας (μπαμπάς) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpa.pas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πά‐πας
- τονικό παρώνυμο: παπάς, Παπάς, παππάς, Παππάς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάπας αρσενικό
- (χριστιανισμός) τίτλος του επισκόπου Ρώμης και προκαθημένου της Καθολικής Εκκλησίας
- (χριστιανισμός) τίτλος του πατριάρχη Αλεξανδρείας
- (μεταφορικά) ο ηγέτης ενός πνευματικού ή καλλιτεχνικού κινήματος
- ⮡ ο Αντρέ Μπρετόν, ο πάπας του υπερρεαλισμού
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επίσκοπος Ρώμης
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πάπας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]* Κλίση: Θα πρέπει να ορίσουμε το δίχρονο φωνήεν με |δίχρ=β (βραχύ) ή |δίχρ=μ (μακρό).
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Αν δεν υπάρχουν πληροφορίες, |δίχρ=?
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάπας < (ηχομιμητική λέξη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάπας, -ου αρσενικό (ελληνιστική κοινή)
- άλλη μορφή του πάππας
- (ελληνιστική σημασία , χριστιανισμός) τιμητικός εκκλησιαστικός τίτλος του ιερέα και ορισμένων επισκόπων, ιδίως της Αλεξάνδρειας, της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων και κάποιων επισκόπων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Ιγνάτιος Αντιοχείας, Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior) [Sp.], 1.4.1, @scaife.perseus
- Ἐπέρχεται δέ μοι λέγειν, ὅτι ἀληθινὸς ὁ λόγος, ὃν ἤκουον περί σου, ἔτι οὔσης σου ἐν τῇ Ῥώμῃ παρὰ τῷ μακαρίῳ πάπᾳ Ἀνεγκλήτῳ, ὃν διεδέξατο τὰ νῦν ὁ ἀξιομακάριστος Κλήμης, ὁ Πέτρου καὶ Παύλου ἀκουστής.
- ※ 4ος κε αιώνας Αθανάσιος Αλεξανδρείας, Apologia contra Arianos, 69.2, @catholiclibrary.org
- Ἀθανασίῳ μακαρίῳ πάπᾳ Ἀρσένιος ἐπίσκοπος [τῶν ποτε ὑπὸ Μελίτιον] τῆς Ὑψηλιτῶν πόλεως ἅμα πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις ἐν κυρίῳ πλεῖστα χαίρειν. ... Καὶ ἡμεῖς ἀσπαζόμενοι τὴν εἰρήνην καὶ ἕνωσιν πρὸς τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν, ἧς σὺ κατὰ χάριν θεοῦ προίστασαι, προῃρημένοι τε τῷ ἐκκλησιαστικῷ κανόνι κατὰ τὸν παλαιὸν τύπον ὑποτάσσεσθαι, γράφομέν σοι, ἀγαπητὲ πάπα, ὁμολογοῦντες ἐν ὀνόματι κυρίου τοῦ λοιποῦ μὴ κοινωνήσειν τοῖς ἔτι σχίζουσι καὶ μηδέπω εἰρηνεύουσι πρὸς τὴν καθολικὴν ἐκκλησίαν ἐπισκόποις τε καὶ πρεσβυτέροις καὶ διακόνοις μήτε συνθέσθαι αὐτοῖς βουλομένοις τι ἐν συνόδῳ μήτε γράμματα εἰρηνικὰ ἀποστέλλειν […]
- ※ 1ος/2ος κε αιώνας Ιγνάτιος Αντιοχείας, Epistulae interpolatae et epistulae suppositiciae (recensio longior) [Sp.], 1.4.1, @scaife.perseus
Πηγές
[επεξεργασία]- πάπας - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γαλαξίας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα χωρίς προσωδία σε δίχρονο φωνήεν (αρχαία ελληνικά)
- Ηχομιμητικές λέξεις (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Χριστιανισμός (ελληνιστική κοινή)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)