ομιλία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ὁμιλία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ομιλία οι ομιλίες
      γενική της ομιλίας των ομιλιών
    αιτιατική την ομιλία τις ομιλίες
     κλητική ομιλία ομιλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ομιλία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ὁμιλία (διάλεξη, αρχαία σημασία: συναναστροφή) < ὅμιλος < ὁμοῦ + -ιλος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /o.miˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ο‐μι‐λί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ομιλία θηλυκό

  1. ο προφορικός λόγος, η πραγμάτωση της γλωσσικής ικανότητας με την εκφορά των φθόγγων που συγκροτούν λέξεις και προτάσεις, ηχόλογος, λόγος εκφερόμενος προφορικά ως ηχητικό ερέθισμα για τον ακροατή και θεατή
     συνώνυμα: η μιλιά, η λαλιά
  2. ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο εκφράζεται προφορικά ένα άτομο
  3. κείμενο που εκφωνείται προφορικά σε δημόσιες συγκεντρώσεις (πολιτικές, θρησκευτικές, επιστημονικές, εθνικές εορτές κλπ)
     συνώνυμα: λόγος, διάλεξη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη όμιλος

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]