κείμενο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κείμενο | τα | κείμενα |
γενική | του | κείμενου & κειμένου |
των | κείμενων & κειμένων |
αιτιατική | το | κείμενο | τα | κείμενα |
κλητική | κείμενο | κείμενα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κείμενο < ελληνιστική κοινή κείμενον < αρχαία ελληνική κεῖμαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ḱey- (κείμαι)
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κείμενο ουδέτερο
- μεγαλύτερο ή μικρότερο σύνολο γραπτών φράσεων, που συνήθως έχουν ολοκληρωμένο νόημα
- η πρωτότυπη γραπτή αποτύπωση αρχαιοελληνικού ή ξενόγλωσσου λόγου, συνήθως σε αντιπαραβολή με τη μετάφρασή τους
- (πληροφορική) δεδομένα με αλφαριθμητικούς χαρακτήρες αναγνώσιμους από άνθρωπο
- αντώνυμο: δυαδικά δεδομένα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κειμενάκι
- κειμενικός
- συγκειμενικός
- συγκείμενο
- συγκείμενος
- → δείτε τη λέξη κείμαι
Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- εκτός κειμένου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κείμενο
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]κείμενο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)