με άλλα λόγια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Έκφραση

[επεξεργασία]

με άλλα λόγια

  1. εμμέσως πλην σαφώς, ουσιαστικά, στην ουσία, δηλαδή, το βασικό συμπέρασμα είναι
    • Μου είπε ότι είμαι πολύ καλή στη δουλειά μου αλλά η επιχείρηση δεν αντέχει το μισθό μου. Με άλλα λόγια μου είπε ότι απολύομαι.
    • «εθελουσία έξοδος με συγκατάθεση εργαζομένου» είναι με άλλα λόγια η «χρυσωμένη» απόλυση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]