κοίλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | κοίλος | η | κοίλη | το | κοίλο |
γενική | του | κοίλου | της | κοίλης | του | κοίλου |
αιτιατική | τον | κοίλο | την | κοίλη | το | κοίλο |
κλητική | κοίλε | κοίλη | κοίλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | κοίλοι | οι | κοίλες | τα | κοίλα |
γενική | των | κοίλων | των | κοίλων | των | κοίλων |
αιτιατική | τους | κοίλους | τις | κοίλες | τα | κοίλα |
κλητική | κοίλοι | κοίλες | κοίλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κοίλος < αρχαία ελληνική κοῖλος
Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]κοίλος, -η, -ο
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κοίλη φλέβα (ανατομία)
- κοίλο, κοίλον (θεάτρου)
- κοίλον τυμπάνου (ανατομία)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αμφίκοιλος
- έγκοιλος
- επιπεδόκοιλος
- κοιλάδα
- κοιλαίνω
- κοίλανση
- κοιλιά και συγγενικά
- κοιλο-, κοιλό-, κοιλ-
- κοιλότητα
- κοίλωμα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- κυρτότητα στη Βικιπαίδεια