γοργός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Γοργός, Γόργος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γοργός η γοργή το γοργό
      γενική του γοργού της γοργής του γοργού
    αιτιατική τον γοργό τη γοργή το γοργό
     κλητική γοργέ γοργή γοργό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γοργοί οι γοργές τα γοργά
      γενική των γοργών των γοργών των γοργών
    αιτιατική τους γοργούς τις γοργές τα γοργά
     κλητική γοργοί γοργές γοργά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γοργός < αρχαία ελληνική γοργός < προελληνική

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɣoɾˈɣos/

Επίθετο

[επεξεργασία]

γοργός

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική γοργός γοργή τὸ γοργόν
      γενική τοῦ γοργοῦ τῆς γοργῆς τοῦ γοργοῦ
      δοτική τῷ γοργ τῇ γοργ τῷ γοργ
    αιτιατική τὸν γοργόν τὴν γοργήν τὸ γοργόν
     κλητική ! γοργέ γοργή γοργόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ γοργοί αἱ γοργαί τὰ γοργᾰ́
      γενική τῶν γοργῶν τῶν γοργῶν τῶν γοργῶν
      δοτική τοῖς γοργοῖς ταῖς γοργαῖς τοῖς γοργοῖς
    αιτιατική τοὺς γοργούς τὰς γοργᾱ́ς τὰ γοργᾰ́
     κλητική ! γοργοί γοργαί γοργᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ γοργώ τὼ γοργᾱ́ τὼ γοργώ
      γεν-δοτ τοῖν γοργοῖν τοῖν γοργαῖν τοῖν γοργοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γοργός < προελληνική [1]

Επίθετο

[επεξεργασία]

γοργός

  1. ορμητικός
  2. άγριος, βλοσυρός
  3. γρήγορος

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.