άγριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | άγριος | η | άγρια & αγρία |
το | άγριο |
γενική | του | άγριου & αγρίου |
της | άγριας & αγρίας |
του | άγριου & αγρίου |
αιτιατική | τον | άγριο | την | άγρια & αγρία |
το | άγριο |
κλητική | άγριε | άγρια & άγρια |
άγριο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | άγριοι | οι | άγριες | τα | άγρια |
γενική | των | άγριων & αγρίων |
των | άγριων & αγρίων |
των | άγριων & αγρίων |
αιτιατική | τους | άγριους & αγρίους |
τις | άγριες | τα | άγρια |
κλητική | άγριοι | άγριες | άγρια | |||
Οι δεύτεροι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. | ||||||
Κατηγορία όπως «πλάγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- άγριος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἄγριος [1] < ἀγρός· αυτός που ζει και αναπτύσσεται στους αγρούς
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈa.ɣɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐γρι‐ος
Επίθετο
[επεξεργασία]άγριος, -α, -ο
- (για ζώα και φυτά) που ζει ελεύθερος στη φύση, δεν έχει εξημερωθεί από τον άνθρωπο
- ⮡ Τα άγρια ζώα δεν είναι εξοικειωμένα με τον άνθρωπο, τον φοβούνται και τον αποφεύγουν.
- ⮡ το κυνήγι αγρίων ζώων - κατοικίδια ζώα που ξαναγύρισαν σε αγρία κατάσταση
- (για λαούς) που δεν έχει ανεπτυγμένο τεχνικό πολιτισμό
- σκληρός, επιθετικός
- ⮡ άγριο βλέμμα
- ανυπότακτος
- ⮡ Οι κάτοικοι που ζούσαν στα βουνά των περιοχών αυτών ήσαν άγριοι, ανυπότακτοι, πολύ θαρραλέοι και λάτρευαν την ελευθερία τους (από το λήμμα Λαζοίτης Βικιπαίδειας)
- δύσκολος να αντιμετωπιστεί, αφιλόξενος
- ⮡ η Άγρια Δύση, άγρια δάση, άγρια καταιγίδα
- ※ Ἀνάμεσα μιὰ ἄγρια βλάστησις ἔδειχνε τὴν ἐμορφιά της στὴν ἄπειρη συμφωνία τῶν χρωμάτων της. (Γεράσιμος Bώκος, Πεντέλη)
- πολύ έντονος
- ※ το άγριο ποδοβολητό του οινοπνεύματος στις φλέβες ή ο άγριος βήχας αφυπνίζουν τα σπλάχνα (Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Ιστορίες του βλέμματος, εφημερίδα Το Βήμα, 9-7-2000)
- τραχύς
- ⮡ τρίψε με γυαλόχαρτο τον τοίχο να γίνει λιγότερο άγριος
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] άγριος
- ↑ άγριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'πλάγιος' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)