ανάβω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ανάβω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀνάβω < αρχαία ελληνική ἀνάπτω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈna.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νά‐βω
Ρήμα
[επεξεργασία]ανάβω, αόρ.: άναψα, παθ.φωνή: ανάβομαι, π.αόρ.: ανάφτηκα, μτχ.π.π.: αναμμένος
- (μεταβατικό)
- βάζω φωτιά σε κάτι
- θέτω σε λειτουργία μια μηχανή ή συσκευή
- (μεταφορικά) θυμώνω κάποιον
- (μεταφορικά) ερεθίζω σεξουαλικά
- (αμετάβατο)
- παίρνω φωτιά
- ※ Το σπίτι του γιατρού είναι από ξύλο, ανάβει σαν μπουρλότο. (Κοσμάς Πολίτης, Εroïca, 1937 [μυθιστόρημα])
- υπερθερμαίνομαι, είμαι υπερβολικά ζεστός
- ※ Τα μάγουλα, ο λαιμός της κυρα-Πίκας είχαν ανάψει. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
- τίθεμαι σε λειτουργία (για μηχανές, συσκευές)
- (μεταφορικά) θυμώνω
- (μεταφορικά) ερεθίζομαι σεξουαλικά
- παίρνω φωτιά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανάβω | άναβα | θα ανάβω | να ανάβω | ανάβοντας | |
β' ενικ. | ανάβεις | άναβες | θα ανάβεις | να ανάβεις | άναβε | |
γ' ενικ. | ανάβει | άναβε | θα ανάβει | να ανάβει | ||
α' πληθ. | ανάβουμε | ανάβαμε | θα ανάβουμε | να ανάβουμε | ||
β' πληθ. | ανάβετε | ανάβατε | θα ανάβετε | να ανάβετε | ανάβετε | |
γ' πληθ. | ανάβουν(ε) | άναβαν ανάβαν(ε) |
θα ανάβουν(ε) | να ανάβουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | άναψα | θα ανάψω | να ανάψω | ανάψει | ||
β' ενικ. | άναψες | θα ανάψεις | να ανάψεις | άναψε | ||
γ' ενικ. | άναψε | θα ανάψει | να ανάψει | |||
α' πληθ. | ανάψαμε | θα ανάψουμε | να ανάψουμε | |||
β' πληθ. | ανάψατε | θα ανάψετε | να ανάψετε | ανάψτε | ||
γ' πληθ. | άναψαν ανάψαν(ε) |
θα ανάψουν(ε) | να ανάψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανάψει | είχα ανάψει | θα έχω ανάψει | να έχω ανάψει | ||
β' ενικ. | έχεις ανάψει | είχες ανάψει | θα έχεις ανάψει | να έχεις ανάψει | έχε αναμμένο | |
γ' ενικ. | έχει ανάψει | είχε ανάψει | θα έχει ανάψει | να έχει ανάψει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανάψει | είχαμε ανάψει | θα έχουμε ανάψει | να έχουμε ανάψει | ||
β' πληθ. | έχετε ανάψει | είχατε ανάψει | θα έχετε ανάψει | να έχετε ανάψει | έχετε αναμμένο | |
γ' πληθ. | έχουν ανάψει | είχαν ανάψει | θα έχουν ανάψει | να έχουν ανάψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αναμμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αναμμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αναμμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αναμμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανάβομαι | αναβόμουν(α) | θα ανάβομαι | να ανάβομαι | ||
β' ενικ. | ανάβεσαι | αναβόσουν(α) | θα ανάβεσαι | να ανάβεσαι | ||
γ' ενικ. | ανάβεται | αναβόταν(ε) | θα ανάβεται | να ανάβεται | ||
α' πληθ. | αναβόμαστε | αναβόμαστε αναβόμασταν |
θα αναβόμαστε | να αναβόμαστε | ||
β' πληθ. | ανάβεστε | αναβόσαστε αναβόσασταν |
θα ανάβεστε | να ανάβεστε | (ανάβεστε) | |
γ' πληθ. | ανάβονται | ανάβονταν αναβόντουσαν |
θα ανάβονται | να ανάβονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανάφτηκα | θα αναφτώ | να αναφτώ | αναφτεί | ||
β' ενικ. | ανάφτηκες | θα αναφτείς | να αναφτείς | ανάψου | ||
γ' ενικ. | ανάφτηκε | θα αναφτεί | να αναφτεί | |||
α' πληθ. | αναφτήκαμε | θα αναφτούμε | να αναφτούμε | |||
β' πληθ. | αναφτήκατε | θα αναφτείτε | να αναφτείτε | αναφτείτε | ||
γ' πληθ. | ανάφτηκαν αναφτήκαν(ε) |
θα αναφτούν(ε) | να αναφτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναφτεί | είχα αναφτεί | θα έχω αναφτεί | να έχω αναφτεί | αναμμένος | |
β' ενικ. | έχεις αναφτεί | είχες αναφτεί | θα έχεις αναφτεί | να έχεις αναφτεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναφτεί | είχε αναφτεί | θα έχει αναφτεί | να έχει αναφτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναφτεί | είχαμε αναφτεί | θα έχουμε αναφτεί | να έχουμε αναφτεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναφτεί | είχατε αναφτεί | θα έχετε αναφτεί | να έχετε αναφτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναφτεί | είχαν αναφτεί | θα έχουν αναφτεί | να έχουν αναφτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αναμμένος - είμαστε, είστε, είναι αναμμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αναμμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αναμμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αναμμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αναμμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αναμμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αναμμένοι |
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ανάβω
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)