αίσχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αἶσχος
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αίσχος τα αίσχη
      γενική του αίσχους των αισχών
    αιτιατική το αίσχος τα αίσχη
     κλητική αίσχος αίσχη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αίσχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἶσχος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.sxos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αί‐σχος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αίσχος ουδέτερο

  1. ο χαρακτηρισμός για κάτι που προκαλεί ντροπή
    ⮡  το τείχος του αίσχους
  2. ο χαρακτηρισμός για κάτι πολύ άσχημο
    ⮡  Αυτό το σπίτι είναι αίσχος. Ποιος το έφτιαξε;
  3. (στον πληθυντικό) αισχρές πράξεις
    ⮡  σε αυτό το σπίτι γίνονται αίσχη
  4. (ως επιφώνημα) ντροπή!
    ⮡  Τι πράγματα είναι αυτά; Αίσχος!

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]